Skip to main content

Αναστοχαστική νεωτερικότητα και τεχνολογικός πολιτισμός.

 Αναλογιζόμενοι αιφνιδίως την πανταχού παρουσία των τεχνολογικών αντικειμένων στη δημόσια σφαίρα της ύστερης Νεωτερικότητας, θα περιμέναμε ότι το ερώτημα περί τεχνολογίας θα συνιστούσε κορυφαία αφορμή για την πυροδότηση μίας διαρκούς διανοητικής αναζήτησης μεταξύ των φιλοσόφων. Ωστόσο, η τεχνολογία και η σημασία της για την ανθρώπινη ζωή παραμένει σε μεγάλο βαθμό μία ανεξερεύνητη θεωρητική περιοχή, υπό την έννοια ότι ο ιδεαλισμός της Δυτικής σκέψης και των ανθρωπιστικών επιστημών απορρίπτει τον λόγο περί τεχνολογίας ως λόγο αποκλειστικά τεχνικό που ουδεμία σχέση έχει με το τι συγκροτεί μία ανθρώπινη κοινωνία.

Αυτή η άρνηση θετικής, δηλαδή συστηματικής ενασχόλησης με τον υλικό, τεχνολογικό κόσμο παρήγαγε κατά έναν παράδοξο τρόπο στις αρχές του προηγούμενο αιώνα μία κατάφωρα αρνητική θέαση της τεχνολογίας: την ουσιοκρατικού χαρακτήρα σύνδεση της νεωτερικής εποχής με την ήδη διαφαινόμενη τάση αυτονόμησης αυτού που αργότερα ονομάστηκε τεχνοεπιστήμη.

Η κεντρική ιδέα περί της πραγμάτωσης στον 20ο αιώνα του προμηθεϊκού προτάγματος που διατυπώθηκε από τον Διαφωτισμό οδήγησε τον Max Weber να κάνει μία βαθύτατα απαισιόδοξη συσχέτιση της τεχνολογίας με το περιεχόμενο της μοντέρνας εποχής. Για τον ίδιο, η Νεωτερικότητα συνιστά ένα επιστημολογικό γεγονός το οποίο αποκαλύπτει την κρυμμένη ουσία της σύγχρονης τεχνικής, ήτοι την ορθολογικότητα, τη διαρκή αναζήτηση της αποδοτικότητας, τον απόλυτο έλεγχο και την υπολογιστική λογική. Υπό αυτή την έννοια, ο μεθοδολογικός μονολιθισμός της τεχνικής σκέψης και πράξης δημιουργεί ένα σιδερένιο κλουβί που αρχικά απειλεί και τελικά εγκλωβίζει τις μη τεχνικές αξίες, όπως το ιερό, το αυθόρμητο και το μη αιτιακά εξηγήσιμο.

Βάσει αυτών, προκύπτει ότι το νεωτερικό πρόταγμα για μία καντιανού τύπου παγκόσμια δημοκρατία και η εδραίωση ενός κανονιστικού και συνάμα απομαγευτικού εργαλειακού λόγου συνιστά αντίφαση εν τοις όροις στο Βεμπεριανό σύμπαν.

Ωστόσο, εκείνος ο οποίος διατύπωσε και ανέπτυξε με τον πιο άμεσο και εκτενή τρόπο την ουσία του τεχνολογικώς είναι, που συνεπάγεται το πέρασμα στη Νεωτερικότητα, ήταν ο Γάλλος θεολόγος και κοινωνιολόγος Jacques Ellul. Σύμφωνα με τον Ellul, η τεχνική συνιστά την απεριόριστη επέκταση της ορθολογικής κυριαρχίας σε όλους τους τομείς της κοινωνικής πραγματικότητας. Για τον ίδιο, το βακώνειο ιδεώδες του εξανθρωπισμού του κόσμου δεν είναι τίποτε άλλο από έναν υποκριτικό ευφημισμό για την πλήρη και άνευ όρων καθυπόταξη τόσο της φύσης, όσο και του ίδιου του ανθρώπου.

Η μαρξιστική οικειοποίηση του προτάγματος του Bacon αποτελεί για τους στοχαστές της Αναστοχαστικής Νεωτερικότητας, όπως ο Ellul, μία απόδειξη της αποικιοποίησης του φαντασιακού ακόμα και των φαινομενικώς αντίρροπων τάσεων εντός σύνολου του κοινωνικοιστορικού ρεύματος της Προόδου. Ιδιαίτερα, το κοσμοείδωλο της τεχνικής, εκφράσεις του οποίου συναντούμε σήμερα στην  ψευδαίσθηση ελευθερίας που προσφέρουν οι παντοδύναμοι αλγόριθμοι, τείνει να αποκλείει τη δυνατότητα ανάδυσης των βιωματικών, συναισθηματικών, ψυχολογικών και πνευματικών στοιχείων του ανθρώπου, όλων δηλαδή εκείνων των δυνάμεων που συγκροτούν μία ανθρώπινη ύπαρξη.

Στο ίδιο πνεύμα, ο αντιδραστικός ρομαντισμός του Martin Heidegger επεφύλασσε μία σφοδρότατη κριτική του μοντερνισμού, υποστηρίζοντας ότι η νεωτερική τεχνολογία μετατρέπει οτιδήποτε αγγίζει σε πρώτη ύλη, ή, σύμφωνα με τον κρυπτικό του λόγο, σε Bestand, δηλαδή σε νεκρά αγαθά έτοιμα για χρήση. Ο αντιμοντερνισμός του Γερμανού φιλοσόφου έγκειται στο ότι τα αγαθά αυτά συμβαίνει να είναι και τα ίδια τα ανθρώπινα όντα, υπό την έννοια ότι η ουσία της τεχνολογίας συνίσταται στο να αφαιρεί την εστιακότητα και την επιβλητικότητα του ανθρώπου, υποβιβάζοντάς τον σε πολιτισμικό εμπόρευμα. Παραμένει πάντα ανοικτό ερώτημα ακόμα και για τους μελετητές του Heidegger το κάτα πόσο αυτή η κριτική της τεχνικής αποτελεί αποφατικό υποπροϊόν της φιλοσοφικής του ερμηνείας του Είναι και της συνολικότερης προσπάθειάς του να προσπελάσει τα μεταφυσικά ερωτήματα.

Είναι γεγονός ότι ένας φιλοσοφικά γοητευτικός αντιτεχνολογισμός είναι εμφανής ακόμα και σε μεταγενέστερους στοχαστές. Για παράδειγμα, ο Γερμανο-Αμερικανός φιλόσοφος Albert Borgmann, ορμώμενος από τις επερωτήσεις του Heidegger, συγκροτεί μία φαινομενολογική προσέγγιση των νεωτερικών τεχνημάτων, αποφεύγοντας τα λάθη του δασκάλου του, ο οποίος συνέλαβε την τεχνολογία ως μία μονοσήμαντη οντότητα, που απορρέει από τον εξωανθρώπινο κόσμο του υπολογιστικού Λόγου και της θετικής επιστήμης. Ο Borgmann κάνει λόγο για το παράδειγμα συσκευής ως μία διαπλαστική και φορμαλιστική αρχή η οποία παρέχει καταπληκτικά επιτεύγματα στο πεδίο της απόδοσης, με ταυτόχρονο κόστος την αποστασιοποίηση από την ταυτοχρονία και την εντοπιότητα της υλικής πραγματικότητας.

Ιδιαίτερα για την ψηφιακότητα του 21ου αιώνα, ο Borgmann εισάγει τον όρο hyperintelligence, αναφερόμενος στην κατάσταση και το περιεχόμενο της επικοινωνίας που προσφέρουν τα ψηφιακά μέσα. Σύμφωνα με το παράδειγμα συσκευής του, η ψηφιακότητα της επαφής δημιουργεί τις απαραίτητες προϋποθέσεις υπέρβασης των ορίων του χώρου και του χρόνου ανάμεσα στους χρήστες.

Ταυτόχρονα, όμως, κατά έναν παράδοξο τρόπο, αποστασιοποιεί εκείνους που με ιλλιγγιώδη ταχύτητα και άνεση συνδέει. Τα ανθρώπινα υποκείμενα δε συνιστούν πια επιβλητικές παρουσίες για τους άλλους. Ενθυμούμενοι τον Levinas, θα λέγαμε ότι το πρόσωπο το Άλλου παραμένει στην άβυσσο του μη αναβρύσματος, αποκλείοντας την αυθεντική ηθική συνθήκη. Για τον χαϊντεγγεριανό Borgmann, οι άνθρωποι καθίστανται αναλώσιμες εμπειρίες που μπορούν να ανοίγουν και να κλείνουν σαν νερό από τη βρύση. Πολύ δε περισσότερο, παύουν να είναι μία πραγματικότητα εστίασης και εκπίπτουν αναπόφευκτα σε μία οντολογία κυβοργίων μεταξύ ανθρώπινων και μη ανθρώπινων απο-συγκειμενοποιημένων οντοτήτων. Ποια τα όρια όμως της σύνδεσης της Νεωτερικότητας με την ουσία της τεχνολογίας, υπό το απαισιόδοξο βλέμμα των ανωτέρω φιλοσόφων της τεχνολογίας;

Μπορούμε να εγκαταλείψουμε το διαφωτιστικό πρόταγμα της ολικής απελευθέρωσης του ανθρώπου από το σκοτάδι της ετερονομίας; Αν πράγματι η ουσία της τεχνικής είναι ενιαία και αμιγώς καταπιεστική, τότε μονάχα ένας Θεός μπορεί να μας σώσει από την λανθασμένη τροπή που πήρε το Είναι, εκδήλωση της οποίας είναι και το πνεύμα της νεωτερικής τεχνολογίας.

Στοχαστές όπως ο Ortega y Gasset, ο Habermas ή ο Andrew Feenberg, βέβαια, που συμμερίζονται πολλές από τις ανησυχίες των ουσιοκρατών φιλοσόφων και διατηρούν πολλές φιλοσοφικές συγγένειες, έχουν καταφέρει να απεμπλακούν από έναν αποκαταστατικό ρομαντισμό του Heidegger. Οι ίδιοι, πιστοί στην απελευθερωτική δυναμική του διαφωτισμού, επιχειρούν να προκαλέσουν την ιδέα της αυτονομημένης τεχνολογίας, προτάσσοντας την υποταγή της τελευταίας σε μία πραγματική δημοκρατία, που μπορεί να θέσει όρια στην ξέφρενη πορεία της προόδου, του οικονομισμού και της φαυλότητας της σύγχρονης τεχνογραφειοκρατίας.

Comments

Popular posts from this blog

Η διττή ήττα ενός μέλλοντος, στην "Εφημερίδα των Συντακτών", 30.6.2023, σελ. 8.

  του Νίκου Νικολέτου Έχω την πεποίθηση ότι βρισκόμαστε ενώπιον μίας εποχής (epokhē) χωρίς ( sans ) εποχή, με την φιλοσοφική έννοια του όρου, κατά την οποία έχουμε χάσει το δρόμο της σκέψης και της ύπαρξης, ήτοι του προσανατολισμού σε έναν κόσμο κι ένα σύνολο. Ζού-με αγκαλιασμένοι με τον μηδενισμό και τον κυνισμό της εγωπαθούς αποβλεπτικότητας, δεν επιδιώκουμε τη μέριμνα του μέλλοντος, ενός μέλλοντος βιώσιμου και άξιου να βιωθεί κατά τρόπο ανθρώπινο. Η στάση μας του τώρα αποτελεί προϋπόθεση δυνατότητας, όπως έλεγε ο Kant , για το αύριο, το μέλλον. Αυτό εκλείπει, και γι’ αυτό η κριτική, ως εκείνη η ξεχασμένη κεφαλή του μαρξικού πάθους, είναι κάθε άλλο παρά αναγκαία. Ακόμα κι αν εκπίπτει σε φωνή βοώντος εν τη ερήμω. Η εκλογική νίκη μίας συντηρητικής αναδίπλωσης και εκτίναξης της φασίζουσας και θεματοποιούσας κάθε άλλου κοσμοαντίληψης στην Ελλάδα - και την Ευρώπη – είναι για εμάς, τους μη θεματοποιήσιμους και αντικειμενοποιήσιμους από τον ανορθόδοξο λόγο της συντήρησης, του μίσους και

"Το Πρόταγμα του Εκδημοκρατισμού της Τεχνολογικής Νεωτερικότητας και η Συμβολή του Andrew Feenberg".

  του Νίκου Νικολέτου, υποψήφιου Διδάκτορα Φιλοσοφίας Ο Andrew Feenberg , ανεπιφύλακτα, είναι ένας στοχαστής του καιρού μας. Έχοντας συνδέσει το έργο του με τη διαύγαση των προϋποθέσεων μίας αντι-βεμπεριανής, εναλλακτικής νεωτερικότητας, κατάφερε να απεμπλακεί από τις θεωρητικές και πολιτικές αδυνατότητες της «μεγάλης άρνησης» του δασκάλου του, Herbert Marcuse . Η σκέψη του Feenberg μπορεί να ιδωθεί ως μία αναστοχαστική επανεξέταση των προβλημάτων που έθεσε η ανθρωπιστική φιλοσοφία της τεχνολογίας του 20 ου αιώνα. Ιδιαίτερα, η ανθρωπιστική ή κλασσική φιλοσοφία της τεχνολογίας, όπως αυτή αρθρώθηκε στα έργα των Heidegger , Ellul , Marcuse , Illich , Mumford , μεταξύ άλλων, συνέλαβε την τεχνολογία ως μία αυτόνομη, εξωκοινωνική δύναμη, που οδηγεί με αδήριτο τρόπο, στο σιδερένιο κλουβί της απομάγευσης και της ορθολογικής κυριαρχίας του κόσμου. Αυτοί οι στοχαστές αναζήτησαν τις υπερβατολογικές προϋποθέσεις ανάδυσης της τεχνολογίας, καθώς και τους τρόπους αποκάλυψης της πραγματικότητας π

Η Παρισινή Κομμούνα ως πολιτικό υποκείμενο. Διδάγματα και προεκτάσεις (περιοδικό ΘΕΣΕΙΣ, τ. 161, Οκτώβριος - Δεκέμβριος 2022)

  Η Παρισινή Κομμούνα ως πολιτικό υποκείμενο.   Διδάγματα και προεκτάσεις.   του Νίκου Νικολέτου     1. Εισαγωγή     Στην κοινωνικο-ιστορική περίοδο που διανύουμε, η αναζήτηση διεξόδου από τον υπαρξιακό, πρωτίστως, εφιάλτη, που αυτή συνεπάγεται, είναι επιτακτική. Ειπωμένο με διαφορετικό τρόπο, στη σημερινή κοινωνία εξακολουθεί να τίθεται το δίλημμα «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα», με τον σοσιαλισμό να προσφέρεται αντικειμενικά στην ανθρωπότητα ως δυνατότητα, ως δυνάμει διέξοδος .   Υπό αυτή την έννοια, η συγκρότηση μίας σύγχρονης θεωρίας μετάβασης ανάγεται σε καθήκον της επαναστατικής γνωσιοθεωρίας και πολιτικής, η οποία καλείται να αντιμετωπίσει τα ιδεολογικά οχυρώματα της αστικής ηγεμόνευσης. Μία θεωρία μετάβασης δεν μπορεί να μην αντλεί από τις εμπειρίες του εργατικού κινήματος σε όλη του τη διαδρομή. Άλλωστε, η εισαγωγή ex nihilo σχεδίων για τη μελλοντική κοινωνία είναι ασυμβίβαστη με την ουσία του μαρξισμού, που συνίστατ