"Το Πρόταγμα του Εκδημοκρατισμού της Τεχνολογικής Νεωτερικότητας και η Συμβολή του Andrew Feenberg".
του Νίκου Νικολέτου, υποψήφιου Διδάκτορα
Φιλοσοφίας
Ο Andrew Feenberg, ανεπιφύλακτα, είναι ένας στοχαστής του καιρού μας. Έχοντας συνδέσει το έργο του με τη διαύγαση των προϋποθέσεων μίας αντι-βεμπεριανής, εναλλακτικής νεωτερικότητας, κατάφερε να απεμπλακεί από τις θεωρητικές και πολιτικές αδυνατότητες της «μεγάλης άρνησης» του δασκάλου του, Herbert Marcuse. Η σκέψη του Feenberg μπορεί να ιδωθεί ως μία αναστοχαστική επανεξέταση των προβλημάτων που έθεσε η ανθρωπιστική φιλοσοφία της τεχνολογίας του 20ου αιώνα. Ιδιαίτερα, η ανθρωπιστική ή κλασσική φιλοσοφία της τεχνολογίας, όπως αυτή αρθρώθηκε στα έργα των Heidegger, Ellul, Marcuse, Illich, Mumford, μεταξύ άλλων, συνέλαβε την τεχνολογία ως μία αυτόνομη, εξωκοινωνική δύναμη, που οδηγεί με αδήριτο τρόπο, στο σιδερένιο κλουβί της απομάγευσης και της ορθολογικής κυριαρχίας του κόσμου. Αυτοί οι στοχαστές αναζήτησαν τις υπερβατολογικές προϋποθέσεις ανάδυσης της τεχνολογίας, καθώς και τους τρόπους αποκάλυψης της πραγματικότητας που κρύβονται πάνω ή πίσω από τη δημιουργία και τη χρήση τεχνολογικών αντικειμένων. Δεν ενδιαφέρονταν, όμως, για τα τεχνουργήματα καθεαυτά.
Η
εμπειρική στροφή δεν άργησε να πραγματοποιηθεί. Η ουσιοκρατική προσέγγιση της
τεχνολογίας δεν επέτρεπε την άρθρωση οποιουδήποτε πολιτικού προτάγματος για
κοινωνική αλλαγή. Η πεσσιμιστική και ντετερμινιστική εικόνα του τεχνολογικού
φαινομένου τοποθετούσε τα ανθρώπινα υποκείμενα εκτός Ιστορίας, αφαιρώντας τους
την σπινοζική ικανότητα για εγκόσμια δράση. Ο Feenberg είναι
ένας εκ των πρώτων φιλοσόφων που αναπτύσσει μία συστηματική, κοινωνικά
πλαισιοθετημένη και λιγότερο ντετερμινιστική
προσέγγιση της νεωτερικής τεχνολογίας, αντλώντας από το ρεύμα του κονστρουκτιβισμού
του Bruno
Latour,
αλλά και από την εμπειρία του οικολογικού κινήματος στη Δύση.
Κομβικής σημασίας για τον Feenberg είναι η έννοια του τεχνικού κώδικα που χαρακτηρίζει τις εμπειρικές τεχνολογίες. Ο τεχνικός κώδικας ή το τεχνολογικό παράδειγμα συνίσταται στο σύνολο της επιστημονικής γνώσης, των μηχανικών πρακτικών, του τρόπου παραγωγής, των δομών και των θεσμών μίας κοινωνίας που ολοκληρώνουν μία τεχνολογία ως τέτοια. Ο τεχνικός κώδικας είναι το ειδικά τεχνικό πλαίσιο μίας συγκεκριμένης τεχνολογίας το οποίο ορίζει και δομεί το είδος των διεργασιών επίλυσης προβλημάτων των μηχανικών, διαμορφώνοντας μία κατάσταση εντός της οποίας πραγματοποιούνται και καταργούνται ορισμένες αλλαγές. Πρόκειται, εν ολίγοις, για το σύνολο των κοινωνικών αξιών, νοημάτων και ιδεών μεταφρασμένο σε τεχνολογικό λόγο.
Αν, επομένως, ο τεχνικός κώδικας που χαρακτηρίζει την τεχνολογία ενσαρκώνει ιδέες, νοήματα και κοινωνικές τάσεις, αυτό σημαίνει ότι το περιεχόμενο του είναι αποτέλεσμα πολιτικών επιλογών, παρεμβάσεων και σύγκρουσης συμφερόντων. Σημαίνει ότι η τεχνολογία θα μπορούσε να είναι διαφορετική. Η τεχνολογική ορθολογικότητα παραχωρεί τη θέση της στην ενδεχομενικότητα. Η ιστορία του ποδηλάτου, την οποία συναντούμε πολύ συχνά στα βιβλία του, είναι ένα δημοφιλές παράδειγμα σύγκρουσης κοινωνικών νοημάτων και τελικής εσώκλεισης που απαιτούσε την διαμόρφωσή του σύμφωνα με τον, τότε ιστορικά (1890) κυριάρχο, τεχνικό κώδικα της ασφάλειας, έναντι άλλων νοημάτων (ταχύτητα, αισθητική απόλαυση κτλ), τα οποία τελικώς αποσοβήθηκαν. Το κυρίαρχο νόημα μεταφράστηκε σε πολύ συγκεκριμένες τεχνικές προδιαγραφές, φαινομενικώς δοσμένες και υπεριστορικές.
Ο
Feenberg,
λοιπόν, επιθυμεί να υποστηρίξει την αναγκαία ενδεχομενικότητα των τεχνολογικών
αντικειμένων μέσα από τον τονισμό της ερμηνευτικής τους ευελιξίας ή ευκαμψίας.
Η ύπαρξη της ενδεχομενικότητας αναιρεί
την μονολιθική και μονοσήμαντη ουσία της τεχνολογίας, αλλά κυρίως, υπονοεί τη
δυνατότητα δημοκρατικών παρεμβάσεων. Εκεί έγκειται, για τον ίδιο, το πρόταγμα
του εκδημοκρατισμού της τεχνικής σφαίρας. Αν η τεχνολογία είναι μία αφανής νομοθετικο-πολιτική
πράξη, όπως υποστήριξε ο Langdon
Winner,
η κανονιστική της ισχύς οφείλει να τελεί υπό δημοκρατική εποπτεία. Μία εποπτεία
που δεν επιθυμεί απλώς να θέσει όρια, αλλά να εισαγάγει όλο και περισσότερα
κοινωνικά συμφέροντα και τάσεις στην διαμορφωτική διαδικασία των τεχνολογιών.
Ολοκληρώνοντας, ο Andrew Feenberg είναι ένας από τους σημαντικότερους κριτικούς στοχαστές του Διαδικτύου. Εφαρμόζοντας τη θεωρία των κοινωνικών αξιών, τάσεων και συγκρούσεων που συνοπτικά περιγράψαμε, που εμπραγματώνονται στο πεδίο του Διαδικτύου, καταλήγει ότι αυτό είναι σε καθεστώς ερμηνευτικής ρευστότητας. Το τελικό του νόημα, δηλαδή, με τις αναγκαία συνεπαγόμενες τεχνικές του προδιαγραφές δεν έχει καθοριστεί, δεν έχει κλείσει, όπως θα έλεγαν οι κονστρουκτιβιστές. Ο Feenberg διακρίνει δύο αντιτιθέμενα παραδειγματικά μοντέλα του διαδικτύου : το αμιγώς καταναλωτικό και το κοινοτικό, όπως αυτό εκφράζεται στη δυναμική ανάπτυξης μίας μεταφορντικής οικονομίας της συνεισφοράς των χρηστών. Το ερώτημα τίθεται ως εξής : θα καταφέρει το κοινοτικό, κομμουναλιστικό μοντέλο του διαδικτύου να αντισταθεί στο, ταυτόχρονα υπαρκτό, αδυσώπητο μοντέλο του μάρκετινγκ, της διαφήμισης και της διαρκούς εξόρυξης δεδομένων για σκοπούς κέρδους; Για τον Feenberg, το ερώτημα του Διαδικτύου σήμερα είναι το ερώτημα της Νεωτερικότητας εν γένει.
Comments
Post a Comment