Skip to main content

«Εμπεριέχουν Πολιτικές Ιδιότητες τα Τεχνήματα ; Μία Μετα-Μαρξιστική οπτική»

 Εισαγωγή.

 

Ο Langdon Winner (Λάγκντον Γουίννερ, 1944- ) είναι Αμερικανός πολιτικός φιλόσοφος, ο οποίος, από την αρχή της συγγραφικής του καριέρας, έχει προσανατολίσει την σκέψη του στην πολιτική διάσταση της νεωτερικής τεχνολογίας. Το θέμα που διατρέχει το σύνολο έργο του είναι η σημασία και η επίδραση των υλικών τεχνημάτων στον χαρακτήρα της κοινωνικής ζωής. Το έργο του Winner δεν είναι εκτενές. Ωστόσο, συνιστά τομή στον φιλοσοφικό και πολιτικό στοχασμό, υπό την έννοια ότι επιχειρεί να υπερβεί την διχοτομική διάκριση ανάμεσα στην τεχνολογία και την πολιτική. Η ριζοσπαστική πρότασή του ότι «τα τεχνήματα εμπεριέχουν πολιτικές ποιότητες», του επιτρέπει να τοποθετήσει τις δύο «σφαίρες» σε μία αδιάσπαστη ενότητα. Ταυτόχρονα, αυτή του η θέση έρχεται να αμφισβητήσει την δυτική φιλοσοφική παράδοση, η οποία, από τις απαρχές της, έχει διαχωρίσει με Σινικά τείχη την τεχνολογία από την πολιτική.


Τεχνηματική Πολιτική.


Στη συλλογή των άρθρων του, με τίτλο «The Whale and the Reactor (Η Φάλαινα και ο Αντιδραστήρας)» που εκδίδεται το 1986, ο Winner επιδιώκει να μεταφράσει την τεχνολογία σε γλώσσα πολιτικής θεωρίας, ήτοι, να ερμηνεύσει και να παρουσιάσει τα πολιτικά αποτελέσματα της νεωτερικής τεχνολογίας. Εξετάζοντας το πολύκροτο άρθρο «Do Artifacts Have Politics? (1980) (Εμπεριέχουν πολιτικές ιδιότητες τα τεχνήματα;)», διακρίνουμε δύο κατηγορίες, ή αλλιώς, δύο τρόπους κατά τους οποίους το πολιτικό ενυπάρχει στο τεχνολογικό, ήτοι, τρόπους κατά τους οποίους «τα (τεχνικά) πράγματα δύνανται να κάνουν πράγματα», όπως θα πει πολύ αργότερα ο Peter-Paul Verbeek από άλλη οπτική.

Αφενός, λοιπόν, υπάρχουν τεχνολογικά αντικείμενα τα οποία είναι σχεδιασμένα κατά τέτοιον τρόπο ώστε να επιτύχουν, συνειδητά ή μη, συγκεκριμένα κοινωνικά αποτελέσματα, και αφετέρου, τεχνουργήματα που είναι «εγγενώς πολιτικά», τεχνουργήματα που «απαιτούν» τη δημιουργία συγκεκριμένων πολιτικών σχέσεων, ως όρους λειτουργίας τους.

Η πρώτη κατηγορία αφορά τεχνήματα τα οποία, σκοπίμως, κατά τον σχεδιασμό τους, φέρουν πολιτικές συνέπειες, με το παράδειγμα του Robert Moses και τις χαμηλές γέφυρες που οδηγούν στις παραλίες του Long Island να βρίσκεται σε περίοπτη θέση στην ανάλυση του Winner. Σε αυτή την κατηγορία, στην οποία ο σχεδιαστής επιδιώκει μια κοινωνική κατάσταση και μεταφέρει την «εντολή» στο σώμα της τεχνολογίας, οι πολιτικές συνέπειες προϋπάρχουν της χρήσης. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να εμφιλοχωρήσει το ινστραμενταλιστικό στοιχείο όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, στην περίπτωση αναλύσεων της τηλεόρασης, η οποία δεν ερμηνεύεται βάσει των μορφών ζωής που εκπροσωπεί, αλλά βάσει των τρόπων κατά τους οποίους δύναται είτε, να προάγει την υπόθεση του πολιτισμού, είτε, να μεταδίδει και να παρουσιάζει πνευματικά σκουπίδια σε ένα α-μοραλιστικό κοινό. Υπό αυτή την έννοια, το πολιτικό αποτέλεσμα εξακολουθεί να βρίσκεται σε ισχύ, χωρίς να απαιτείται η διαρκής, δημιουργική παρουσία του σχεδιαστή της τεχνολογίας. Η αναλογία με τη νομοθεσία και τη νομοθετική πράξη ειδικότερα, είναι παραπάνω από εμφανής. 

Εν προκειμένω, το χαμηλό ύψος των εν λόγω γεφυρών απέτρεπε τη διέλευση των δημόσιων λεωφορείων, τα οποία εξυπηρετούσαν κυρίως τα οικονομικώς χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα, με αποτέλεσμα να εμποδίζεται αποτελεσματικά η παρουσία των μειονοτήτων και των χαμηλόμισθων στα πάρκα και τις παραλίες. Αντίθετα, οι λευκοί αστοί που οδηγούσαν αυτοκίνητο δεν αντιμετώπιζαν αντίστοιχο πρόβλημα. Προς επίρρωση αυτού, ο Winner παραπέμπει στον βιογράφο του Moses, Robert Caro, ο οποίος ισχυρίζεται ότι ο ίδιος (Moses) σχεδίασε τις γέφυρες με τέτοιον τρόπο, όντας υπό το κράτος ρατσιστικών κινήτρων και αντιπάθειας προς τις κατώτερες τάξεις.

Ένα, κατά τα άλλα, συνηθισμένο και αθώο τεχνούργημα παρουσιάζεται ως ενσάρκωση μιας πολιτικής κατάστασης του χειρίστου είδους, αναγκάζοντάς μας να εγκαταλείψουμε το αφελές σχήμα «αντικειμένου – χρήσης», που αποδίδει την πολιτική ουδετερότητα στα τεχνικά πράγματα.

Η δεύτερη, τρόπον τινά, υπο-κατηγορία του πρώτου τρόπου, κατά τον οποίο οι τεχνολογίες έχουν πολιτικά χαρακτηριστικά, προσφέρει ένα ισχυρότερο «χτύπημα» στην εργαλειακή αντιμετώπιση, περιλαμβάνοντας τεχνολογίες στις οποίες οι πολιτικές συνέπειες ενυπάρχουν σε αυτές κατά μη ηθελημένο τρόπο. Πράγματι, κατά τον Winner, «τα περισσότερα από τα πιο σημαντικά παραδείγματα τεχνολογιών με πολιτικές επιπτώσεις είναι αυτά τα οποία υπερβαίνουν τις απλές κατηγορίες του ‘’ηθελημένου’’ και του ‘’μη ηθελημένου’’ συνολικά», και τα οποία, σε ένα μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, δεν αποτελούν τίποτα παραπάνω από παράγωγα υποπροϊόντα χρόνιων μοτίβων τεχνολογικής ανάπτυξης που εξακολουθούν να τελούν σε ισχύ.

Το παράδειγμα που παραθέτει ο Winner αφορά τον μηχανικό θεριστή τομάτας, ο οποίος αναπτύχθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1940 στην California. Σύμφωνα με ντοκουμέντα της εποχής, οι υπάρχουσες τομάτες ήταν ιδιαιτέρως ευάλωτες ώστε να μπορούν να συλλεχθούν από τη νεοεισαχθείσα μηχανή, με αποτέλεσμα να διαμορφωθεί ένας νέος τρόπος παραγωγής λιγότερο εύγευστης, αλλά σκληρότερης τομάτας. Οι ιδιοκτήτες της εν λόγω μηχανής υπήρξαν μάρτυρες μίας άνευ προηγουμένου αύξησης της παραγωγής και μίας αντίστοιχης μείωσης του κόστους. Ωστόσο, αυτά τα οικονομικά οφέλη ήταν άνισα διανεμημένα. Σε τελική ανάλυση και κατά τρόπο μη ηθελημένο, η νέα αυτή τεχνολογία αναδιαμόρφωσε ριζικά τις κοινωνικο-οικονομικές σχέσεις στη σύνολη παραγωγή τομάτας. Ιδιαίτερα, ο μηχανικός θεριστής ενθάρρυνε τη συγκεντροποίηση της παραγωγής σε λίγα χέρια, εκείνων δηλαδή που μπορούσαν να αγοράσουν την ακριβή μηχανή, οδηγώντας, αφενός σε μία σημαντική αύξηση στην παραγωγικότητα, και αφετέρου, στη δραστική μείωση του αριθμού μικροπαραγωγών με τη συνακόλουθη μείωση χιλιάδων θέσεων εργασίας. «Αυτό το οποίο βλέπουμε είναι μια κοινωνική διαδικασία, κατά την οποία η επιστημονική γνώση, η τεχνολογική καινοτομία και το ιδιωτικό κέρδος ενδυναμώνονται μεταξύ τους, τελώντας υπό πολύ ισχυρά μοτίβα, μοτίβα τα οποία φέρουν το απαράμιλλο στίγμα της (χρονίως ισχύουσας) πολιτικής και οικονομικής εξουσίας».

Η ύπαρξη τεχνολογιών και τεχνολογικών συστημάτων τα οποία είναι φύσει πολιτικά, κατά έναν συγκεκριμένο τρόπο, προκαλεί «ρήξεις» στον τρόπο με τον οποίο συνηθίζουμε να σκεφτόμαστε για τα τεχνικά πράγματα. Οπωσδήποτε, εκ πρώτης όψεως, μία τέτοια παραδοχή συνδέεται με έναν αφελή και υπερφίαλο, ενδεχομένως, μυστικισμό «νεκρών αντικειμένων» και μία ασυγχώρητη απομάκρυνση από την απολυτότητα της ανθρώπινης υποκειμενικότητας. Υπό αυτή την έννοια, η συγκεκριμένη κατηγορία τεχνολογιών με πολιτικά χαρακτηριστικά καθίσταται κεντρικής σημασίας.

Εξετάζοντας την ιδέα των λεγόμενων «εγγενώς πολιτικών τεχνολογιών», ο Winner «επιστρατεύει» το κείμενο του Engels με τίτλο «On Authority (Περί Κύρους) », το οποίο συνιστούσε απάντηση στις αιτιάσεις των αναρχικών περί άρνησης του κύρους. Στο αποκαλυπτικό αυτό κείμενο, που συνήθως αποτελεί, είτε μια απλή παραπομπή στις διάφορες ιστοριογραφίες των αντιπαραθέσεων εντός του επαναστατικού κινήματος, είτε χρησιμοποιείται εν είδει δικαιολόγησης της αναγκαιότητας μίας μεταβατικής σοσιαλιστικής εξουσίας, ο Αμερικανός φιλόσοφος εστιάζει στην καθαυτό λειτουργία των κοινωνικοτεχνικών συστημάτων του σιδηροδρόμου, του εργοστασίου και του πλοίου στα ανοιχτά της θάλασσας και στα συμπεράσματα τα οποία συνήγαγε ο συγγραφέας του Μανιφέστου.

Σύμφωνα με την ανάλυση του Engels, η σύνολη διαδικασία παραγωγής βαμβακιού στα εργοστάσια της εποχής προϋπέθετε την ύπαρξη οργάνωσης και πειθαρχίας έτσι ώστε να ολοκληρωθεί ομαλά η παραγωγική διαδικασία. Ο καταμερισμός των εργασιών, ο συντονισμός των διαφόρων επιμέρους δραστηριοτήτων και η αποτροπή αποτυχιών του τελικού προϊόντος απαιτούσε την συμφωνία των εργαζομένων να παραιτηθούν από κάθε ιδέα περί αυτονομίας εντός του χώρου εργασίας τους και να δεχθούν την «εξουσία του ρολογιού», εξουσία που απορρέει από τον μηχανισμό του εργοστασίου. Πράγματι, όπως γράφει, «ο αυτόματος μηχανισμός του εργοστασίου συνιστά τον πραγματικό δεσποτισμό».

Κατά παρόμοιο τρόπο, τα λειτουργικά προαπαιτούμενα του σιδηροδρόμου και του πλοίου επιβάλλουν ορισμένες σχέσεις εξουσίας και υποταγής, οι οποίες «αναδύονται ανεξάρτητα από κάθε κοινωνική οργάνωση». Κανείς λογικά σκεπτόμενος δε θα πρότεινε μια δημοκρατική λειτουργία του πλοίου, επί παραδείγματι. Για τον Engels,  οι ρίζες, επομένως, ενός αναπόφευκτου αυταρχισμού ανιχνεύονται στην ενασχόληση του ανθρώπου με την επιστήμη και την τεχνολογία  : «Αν ο άνθρωπος κατάφερε να υποτάξει τις δυνάμεις της φύσης, τότε αυτές τον εκδικούνται υποβάλλοντάς τον σε έναν ισχυρό δεσποτισμό, ανεξάρτητο από κάθε κοινωνική οργάνωση». Η διαφορά θέσης με τον Marx του Κεφαλαίου, που ήλπιζε στην κατάργηση του καταμερισμού της εργασίας σε ένα μελλοντικό στάδιο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, δυσκολεύει το πρόβλημα του σοσιαλιστικού εγχειρήματος.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το ανθρωπιστικό όραμα του Marx ήταν μια κοινωνία εφάμιλλη της Αθήνας του Περικλή, με πολύ υψηλή παραγωγικότητα. Ο προκοινωνικός παράγοντας των παραγωγικών δυνάμεων είναι αυτός, που με την ώθηση από το προλεταριάτο, θα οδηγήσει στην κομμουνιστική κοινωνία. Φυσικά, η ανάλυση της θεωρίας της πολιτικής των τεχνολογιών αναγνωρίζει τα όρια του μαρξιστικού προτάγματος. Μπορεί κανείς με ασφάλεια να υποστηρίξει σήμερα, ότι ο καταμερισμός της εργασίας συνιστά μια παρελθούσα κατάσταση; Η πραγματικότητα διαψεύδει τις πιο αισιόδοξες προβλέψεις. Τα τεχνολογικά συστήματα της μοντέρνας κοινωνίας χαρακτηρίζονται από αλληλεξάρτηση, πολυπλοκότητα και ευρεία κλίμακα. Όσο πιο πολύπλοκα και ισχυρά είναι τα τεχνικά συστήματα που υιοθετούνται, τόσο περισσότερο βαθαίνει, θα λέγαμε, ο καταμερισμός της εργασίας.

Υπό αυτή την έννοια, έχοντας αναγνωρίσει την ισχύ της ιδέας της αυτόνομης τεχνολογίας, η μαρξιστική πίστη στην εγγενή ευεργετικότητα της τεχνολογικής ανάπτυξης, έρχεται αντιμέτωπη με το βάρος της ιστορικής απόδειξης. Μπορεί, άραγε, ο μαρξισμός να εξακολουθεί να συλλαμβάνει την τεχνολογία ως ένα ουδέτερο φαινόμενο; Υπάρχουν πειστικές εγγυήσεις για την αποτροπή του φαινομένου της αντίστροφης προσαρμογής και της συνεπαγόμενης εγκατάλειψης του κομμουνιστικού στόχου; Πολύ, δε, περισσότερο, μπορεί κανείς σήμερα να επιθυμεί τόσο την εξαφάνιση της ταξικής κυριαρχίας και του καταμερισμού εργασίας, όσο και μια κοινωνία με υψηλή παραγωγικότητα, που προσφέρουν τα σύγχρονα τεχνολογικά συστήματα; Πρόκειται, οπωσδήποτε, για σημαντικότατα ερωτήματα.

Αν έχει δίκιο ο Engels, τότε προκύπτει εύλογα ότι όσο οι κοινωνίες υιοθετούν περίπλοκα συστήματα, οι δυνατότητες κατίσχυσης ενός ακαταμάχητου αυταρχισμού είναι παραπάνω από εμφανείς. Άραγε, μπορούν να αμφισβητηθούν με πειστικό τρόπο προτάσεις όπως η ακόλουθη; «αν δεχόμαστε την πυρηνική ενέργεια, ταυτόχρονα δεχόμαστε και την ύπαρξη μίας στρατιωτικής και τεχνο - επιστημονικής ελίτ» δεδομένου ότι χωρίς αυτή την ελίτ η εν λόγω τεχνολογία δε θα μπορούσε να υπάρξει.

Αναμφίβολα, το εύλογο ερώτημα του αν, σε τελική ανάλυση, μπορούμε να διαχωρίσουμε με διανοητική και πρακτική ασφάλεια το εσώτερο περιβάλλον των πολιτικών τεχνολογιών από το υπόλοιπο body politic, συνιστά ένα ερώτημα καίριας σημασίας, το οποίο παραμένει ανοιχτό για τον Winner.

Αναπτύσσοντας την ιδέα των εγγενώς πολιτικών τεχνολογιών διακρίνονται, αφενός, τεχνολογίες οι οποίες «απαιτούν» τη δημιουργία και τη διατήρηση ενός συγκεκριμένου συνόλου κοινωνικών προϋποθέσεων ως το λειτουργικό περιβάλλον αυτών των τεχνολογιών, και, αφετέρου, τεχνολογίες και τεχνολογικά συστήματα τα οποία είναι «συμβατά» με, χωρίς να απαιτούν, ορισμένες πολιτικές σχέσεις. Αυτή η διάκριση απορρέει από κείμενα και αναλύσεις διαφόρων συγγραφέων, τις οποίες ο Winner έρχεται να εντάξει σε αυτές τις δύο κατηγορίες.

Στην πρώτη κατηγορία, ορισμένες τεχνολογίες απαιτούν μια συγκεκριμένη διαμόρφωση του εσώτερου κοινωνικού τους περιβάλλοντος, ήτοι της εσωτερικής τους κοινωνικής οργάνωσης, υπό την έννοια, ότι οι τεχνολογίες αυτές δεν θα μπορούσαν να υπάρχουν ως «ζώσες», λειτουργικές οντότητες. Για παράδειγμα, τα χαρακτηριστικά της ατομικής βόμβας, μίας ακραιφνούς πολιτικής τεχνολογίας, επιτάσσουν ότι το εσωτερικό κοινωνικό περιβάλλον της ατομικής βόμβας πρέπει να είναι αυταρχικό, δεν υπάρχει άλλος τρόπος.

Φυσικά, μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι δεν υπάρχει κάποιος εγγενής τεχνικός λόγος, που να αποτρέπει διαδικασίες όπως την παραγωγή σιδήρου και αυτοκινήτων ή την παραγωγή και διανομή ηλεκτρικής ενέργειας, από το να πραγματοποιηθούν σε μια μικρή, περιορισμένη κλίμακα. Όμως, κάτι τέτοιο αγνοεί τον βαθύτατο δεσμό μεταξύ του τεχνικού και του ορθολογικού, δεσμός που συνιστά τη βάση της σύγχρονης κοινωνίας.

Από την άλλη μεριά, στην δεύτερη κατηγορία, η οποία αφορά τεχνολογίες «συμβατές» με συγκεκριμένες κοινωνικές και πολιτικές σχέσεις, οι εσωτερικές προϋποθέσεις και συνθήκες του εύρυθμου και ομαλού μηχανισμού λειτουργίας των αντίστοιχων τεχνολογιών παύουν να είναι αποκλειστικά εσωτερικές, δεδομένου ότι έχουν τη δυνατότητα να ενθαρρύνουν ένα είδος διάχυσης των οργανωτικών τους σχέσεων, προς το σύνολο της κοινωνίας.

Ιδιαίτερα, οι οπαδοί των εναλλακτικών μορφών ενέργειας, όπως για παράδειγμα της ηλιακής ενέργειας, είναι πεπεισμένοι ότι οι αντίστοιχες τεχνολογίες συνάδουν με μία δημοκρατική κοινωνία, εν αντιθέσει με τα ενεργειακά συστήματα που είναι βασισμένα στην πυρηνική ενέργεια. Η θέση τους είναι ότι η ηλιακή ενέργεια είναι αποκεντρωτική από τεχνικής και πολιτικής άποψης, και, ταυτόχρονα, ομοίως αποδοτική με τις άλλες μορφές ενέργειας, οι οποίες όμως δεν έχουν το προνόμιο να επιτρέψουν και να προωθήσουν την ενδυνάμωση δημοκρατικών θεσμών σε άλλες περιοχές της δημόσιας ζωής.

Παρά το γεγονός ότι ο Winner έχει κατά νου τις αναλύσεις του David Noble και άλλων στοχαστών για τις ενδιαφέρουσες προσπάθειες αυτοδιαχείρισης σε εργοστάσια στη Γιουγκοσλαβία και τις Σκανδιναβικές χώρες, εξακολουθεί να παραμένει διστακτικός ως προς τη δυνατότητα να παρέμβουμε με τρόπο δημιουργικό, τροποποιώντας τις πολιτικές επιπτώσεις των τεχνολογικών συστημάτων, όπως εκείνων της παραγωγής και διανομής ηλεκτρισμού, χημικών ή πετρελαίου, τα οποία, βάσει εμπειρικών αποδείξεων, λειτουργούν αποτελεσματικότερα, αποδοτικότερα, αλλά και με μεγαλύτερη ασφάλεια, σε συνθήκες στενού, ιεραρχικού, διοικητικού ελέγχου.

Ξανά, το αγαπημένο παράδειγμα της τεχνολογίας των πυρηνικών αντιδραστήρων προβάλλει στην ανάλυσή του, ως μία τεχνολογία, η οποία, όχι μόνο απαιτεί έναν αναμφισβήτητο αυταρχισμό στο εσωτερικό της, αλλά επίσης, ως μία τεχνολογία, τα λειτουργικά προαπαιτούμενα της οποίας είναι καθόλα ικανά να επηρεάσουν ριζικά την σύνολη κοινωνική ζωή.

Ακριβέστερα, ενώ ο συνηθισμένος αντίλογος στη χρήση του πλουτωνίου, ως ένα απαραίτητο συστατικό των πυρηνικών αντιδραστήρων, περιορίζεται σχεδόν αποκλειστικά σε ένα επίπεδο οικονομικών και περιβαλλοντικών αναλύσεων των αρνητικών του επιπτώσεων, σε αρμονία, φυσικά, με τα κλασσικά σχήματα σκέψης «εργαλείου – χρήσης», ο Winner παρουσιάζει για άλλη μια φορά τον κίνδυνο για τις πολιτικές ελευθερίες των σύγχρονων πολιτών, που ξεπηδά από την υιοθέτηση τέτοιων συστημάτων.

Οι ποιότητες και τα χαρακτηριστικά της τεχνολογίας της πυρηνικής ενέργειας είναι αυτά που επιτάσσουν τη λήψη αυστηρότατων μέτρων από τις κυβερνήσεις, δεδομένης της επιλογής τέτοιων τεχνολογικών συστημάτων. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η αρχική απάντηση στο ερώτημα περί της υιοθέτησης τέτοιων τεχνολογιών είναι καθοριστική. Είναι τόσο μεγάλος ο κίνδυνος, ώστε η αφοσίωση σε αυτή την τεχνολογία να απαιτήσει την άρση πολλών πολιτικών και ατομικών ελευθεριών, υπόπτων και μαρτύρων, σε περίπτωση κλοπής. Με απλά λόγια, η υπαρκτή απειλή κλοπής του πλουτωνίου από το οργανωμένο έγκλημα, μπορεί να οδηγήσει σε μία επιβολή κατάστασης εξαίρεσης, επί παραδείγματι, στο εσωτερικό των κρατών, δεδομένης της αδληριτης ανάγκης ανάκτησης του πλουτωνίου.


Αντί Επιλόγου.


Σε τελευταία ανάλυση, αυτό που ο Winner εισάγει στον πολιτικό στοχασμό είναι ότι η εξουσία στην τεχνολογική κοινωνία δεν ασκείται αποκλειστικά από ορισμένες ελίτ τεχνοκρατών, αλλά και από τα τεχνολογικά συστήματα, γεγονός που καθιστά την πολιτική εξουσία των τεχνολογιών ένα «δεύτερο σύνταγμα», και την νεωτερική τεχνολογία μία ισχυρότατη δύναμη εντός της κοινωνίας, που δε μπορεί πια να αγνοείται. Η θέση του Winner ότι η πολιτική ζωή εξουσιάζεται από τα τεχνολογικά συστήματα, του επιτρέπει να ορίσει την εξουσία στη μοντέρνα κοινωνία ως κατακερματισμένη. Συνεπώς, στο ερώτημα για το «τι είναι αυτό που κυβερνά;», ο Winner επιχειρηματολογεί υπέρ της πολιτικής διάστασης των νεωτερικών τεχνημάτων που βρίσκονται εντός της σύνολης «κοινωνικό - τεχνολογικής αρένας». Η κατάσταση αυτή ονομάζεται «θεωρία της τεχνηματικής πολιτικής (theory of technological politics)» και συνιστά ένα ενδιαφέρον σημείο απομάκρυνσης από τις καθιερωμένες αναλύσεις, δεδομένου ότι, για τον Winner, η τεχνολογία παρουσιάζεται ως μία νομοθετική εξουσία, και όχι μία α-πολιτική ή εξωκοινωνική δύναμη.


Comments

Popular posts from this blog

Η διττή ήττα ενός μέλλοντος, στην "Εφημερίδα των Συντακτών", 30.6.2023, σελ. 8.

  του Νίκου Νικολέτου Έχω την πεποίθηση ότι βρισκόμαστε ενώπιον μίας εποχής (epokhē) χωρίς ( sans ) εποχή, με την φιλοσοφική έννοια του όρου, κατά την οποία έχουμε χάσει το δρόμο της σκέψης και της ύπαρξης, ήτοι του προσανατολισμού σε έναν κόσμο κι ένα σύνολο. Ζού-με αγκαλιασμένοι με τον μηδενισμό και τον κυνισμό της εγωπαθούς αποβλεπτικότητας, δεν επιδιώκουμε τη μέριμνα του μέλλοντος, ενός μέλλοντος βιώσιμου και άξιου να βιωθεί κατά τρόπο ανθρώπινο. Η στάση μας του τώρα αποτελεί προϋπόθεση δυνατότητας, όπως έλεγε ο Kant , για το αύριο, το μέλλον. Αυτό εκλείπει, και γι’ αυτό η κριτική, ως εκείνη η ξεχασμένη κεφαλή του μαρξικού πάθους, είναι κάθε άλλο παρά αναγκαία. Ακόμα κι αν εκπίπτει σε φωνή βοώντος εν τη ερήμω. Η εκλογική νίκη μίας συντηρητικής αναδίπλωσης και εκτίναξης της φασίζουσας και θεματοποιούσας κάθε άλλου κοσμοαντίληψης στην Ελλάδα - και την Ευρώπη – είναι για εμάς, τους μη θεματοποιήσιμους και αντικειμενοποιήσιμους από τον ανορθόδοξο λόγο της συντήρησης, του μίσους και

"Το Πρόταγμα του Εκδημοκρατισμού της Τεχνολογικής Νεωτερικότητας και η Συμβολή του Andrew Feenberg".

  του Νίκου Νικολέτου, υποψήφιου Διδάκτορα Φιλοσοφίας Ο Andrew Feenberg , ανεπιφύλακτα, είναι ένας στοχαστής του καιρού μας. Έχοντας συνδέσει το έργο του με τη διαύγαση των προϋποθέσεων μίας αντι-βεμπεριανής, εναλλακτικής νεωτερικότητας, κατάφερε να απεμπλακεί από τις θεωρητικές και πολιτικές αδυνατότητες της «μεγάλης άρνησης» του δασκάλου του, Herbert Marcuse . Η σκέψη του Feenberg μπορεί να ιδωθεί ως μία αναστοχαστική επανεξέταση των προβλημάτων που έθεσε η ανθρωπιστική φιλοσοφία της τεχνολογίας του 20 ου αιώνα. Ιδιαίτερα, η ανθρωπιστική ή κλασσική φιλοσοφία της τεχνολογίας, όπως αυτή αρθρώθηκε στα έργα των Heidegger , Ellul , Marcuse , Illich , Mumford , μεταξύ άλλων, συνέλαβε την τεχνολογία ως μία αυτόνομη, εξωκοινωνική δύναμη, που οδηγεί με αδήριτο τρόπο, στο σιδερένιο κλουβί της απομάγευσης και της ορθολογικής κυριαρχίας του κόσμου. Αυτοί οι στοχαστές αναζήτησαν τις υπερβατολογικές προϋποθέσεις ανάδυσης της τεχνολογίας, καθώς και τους τρόπους αποκάλυψης της πραγματικότητας π

Η Παρισινή Κομμούνα ως πολιτικό υποκείμενο. Διδάγματα και προεκτάσεις (περιοδικό ΘΕΣΕΙΣ, τ. 161, Οκτώβριος - Δεκέμβριος 2022)

  Η Παρισινή Κομμούνα ως πολιτικό υποκείμενο.   Διδάγματα και προεκτάσεις.   του Νίκου Νικολέτου     1. Εισαγωγή     Στην κοινωνικο-ιστορική περίοδο που διανύουμε, η αναζήτηση διεξόδου από τον υπαρξιακό, πρωτίστως, εφιάλτη, που αυτή συνεπάγεται, είναι επιτακτική. Ειπωμένο με διαφορετικό τρόπο, στη σημερινή κοινωνία εξακολουθεί να τίθεται το δίλημμα «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα», με τον σοσιαλισμό να προσφέρεται αντικειμενικά στην ανθρωπότητα ως δυνατότητα, ως δυνάμει διέξοδος .   Υπό αυτή την έννοια, η συγκρότηση μίας σύγχρονης θεωρίας μετάβασης ανάγεται σε καθήκον της επαναστατικής γνωσιοθεωρίας και πολιτικής, η οποία καλείται να αντιμετωπίσει τα ιδεολογικά οχυρώματα της αστικής ηγεμόνευσης. Μία θεωρία μετάβασης δεν μπορεί να μην αντλεί από τις εμπειρίες του εργατικού κινήματος σε όλη του τη διαδρομή. Άλλωστε, η εισαγωγή ex nihilo σχεδίων για τη μελλοντική κοινωνία είναι ασυμβίβαστη με την ουσία του μαρξισμού, που συνίστατ