Skip to main content

Η Παρισινή Κομμούνα ως πολιτικό υποκείμενο. Διδάγματα και προεκτάσεις (περιοδικό ΘΕΣΕΙΣ, τ. 161, Οκτώβριος - Δεκέμβριος 2022)


 Η Παρισινή Κομμούνα ως πολιτικό υποκείμενο.

 Διδάγματα και προεκτάσεις.

 

του Νίκου Νικολέτου 

 

1. Εισαγωγή 

 

Στην κοινωνικο-ιστορική περίοδο που διανύουμε, η αναζήτηση διεξόδου από τον υπαρξιακό, πρωτίστως, εφιάλτη, που αυτή συνεπάγεται, είναι επιτακτική. Ειπωμένο με διαφορετικό τρόπο, στη σημερινή κοινωνία εξακολουθεί να τίθεται το δίλημμα «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα», με τον σοσιαλισμό να προσφέρεται αντικειμενικά στην ανθρωπότητα ως δυνατότητα, ως δυνάμει διέξοδος. 

Υπό αυτή την έννοια, η συγκρότηση μίας σύγχρονης θεωρίας μετάβασης ανάγεται σε καθήκον της επαναστατικής γνωσιοθεωρίας και πολιτικής, η οποία καλείται να αντιμετωπίσει τα ιδεολογικά οχυρώματα της αστικής ηγεμόνευσης. Μία θεωρία μετάβασης δεν μπορεί να μην αντλεί από τις εμπειρίες του εργατικού κινήματος σε όλη του τη διαδρομή. Άλλωστε, η εισαγωγή ex nihilo σχεδίων για τη μελλοντική κοινωνία είναι ασυμβίβαστη με την ουσία του μαρξισμού, που συνίσταται στην ιστορικότητα της προσέγγισης. Οφείλουμε επομένως να στραφούμε στην ουσία των διδαγμάτων, μεταξύ άλλων, της Παρισινής Κομμούνας, η οποία αποτέλεσε μία από τις σημαντικότερες στιγμές της ταξικής πάλης. Πολύ δε περισσότερο, θα σταθούμε στην επιρροή που είχε η επανάσταση αυτή στα δύο κυρίαρχα ρεύματα σοσιαλιστικής σκέψης εκείνη την περίοδο, ήτοι, τον μαρξισμό και τον αναρχισμό. 

Στη δεύτερη ενότητα που ακολουθεί, θα αναδειχθεί ο τρόπος με τον οποίο η εμπειρία της Κομμούνας επηρέασε τους θεμελιωτές του επιστημονικού σοσιαλισμού, καθώς και την κριτική της πολιτικής σε κείμενά τους. Στην τρίτη ενότητα, θα εξετασθεί η πρόσληψη των διδαγμάτων της Κομμούνας από τον Μπακούνιν, στο πλαίσιο της πολεμικής του ενάντια σε κάθε μορφή κράτους, συμπεριλαμβανομένου του σοσιαλιστικού.  

 

2. Η μαρξική ανάλυση της Παρισινής Κομμούνας. 

 

Βασική θέση του μαρξισμού αποτελεί η απόρριψη ουτοπικών σχεδίων για τη μελλοντική κοινωνία, στη βάση της άρνησης κάθε είδους πολιτικής αυταπάτης. Είναι γνωστή η άρνηση του Μαρξ να γράψει «συνταγές για το μαγειρείο του μέλλοντος»,1 καθιστώντας προφανές το αδύνατο της μετάβασης σε έναν άλλον κόσμο σύμφωνα με προκατασκευασμένα σχέδια και κάτω από κάποιου είδους ιδεατή σύγκριση ανάμεσα σε αυτό που υπάρχει και σε αυτό που θα έπρεπε να υπάρχει.2 Αυτό, κατ’ επέκταση, σημαίνει ότι δεν μπορούμε να βρούμε, τόσο στον Μαρξ όσο και στον Ένγκελς, ρητές διατυπώσεις για τη μορφή και το περιεχόμενο των πολιτικών μορφών που θα προκύψουν και θα διαμορφωθούν τόσο κατά το πέρασμα στον σοσιαλισμό, όσο και στον ώριμο πια κομμουνισμό. Αυτή η έλλειψη, όμως, είναι θετική έλλειψη, διότι σε αντίθετη περίπτωση θα συνιστούσε αντίφαση εντός του νοήματος της μαρξικής κριτικής της πολιτικής. 

Μία άλλη προέκταση αυτού του γεγονότος είναι η, σχεδόν κοινότοπη, διαπίστωση της «ασυμμετρίας στο μαρξικό έργο, ανάμεσα στην ανάπτυξη της κριτικής της πολιτικής και την ανάπτυξη της κριτικής της πολιτικής οικονομίας».3 Ενώ, δηλαδή, το έργο του Μαρξ κατάφερε να προσλάβει πολιτική χροιά, τα αμιγώς πολιτικά του έργα δεν βρίσκονται στο ίδιο θεωρητικό επίπεδο με την κριτική της πολιτικής οικονομίας. Αυτό, φυσικά, δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε να διακρίνουμε αναπροσαρμογές ή τομές σε κείμενα των κλασικών του μαρξισμού σχετικά με την προβληματική γύρω από τα καθήκοντα του προλεταριάτου, τόσο πριν, όσο και κατά τη διάρκεια της επανάστασης. Αυτές οι αναπροσαρμογές, βέβαια, προκύπτουν μονάχα έπειτα από την ανάλυση της απτής ιστορικής εμπειρίας, ήτοι, προκύπτουν ως Nach-Denken 

Εν προκειμένω, τέτοια αναπροσαρμογή, εν είδει διόρθωσης προηγούμενων αναλύσεων, συνιστά η εμπειρία της Παρισινής Κομμούνας. Στον πρόλογο στη γερμανική έκδοση του Κομμουνιστικού Μανιφέστου του 1872, διαβάζουμε: 

  

«Μερικά σημεία θα μπορούσαν εδώ κι εκεί να διορθωθούν. Η πρακτική εφαρμογή των αρχών (του Μανιφέστου) θα εξαρτηθεί παντού και πάντα από τις υπάρχουσες ιστορικές συνθήκες. [...] Η Κομμούνα, ιδίως, απέδειξε ότι δεν μπορεί η εργατική τάξη να πάρει στα χέρια της την έτοιμη κρατική μηχανή και να τη βάλει σε κίνηση για τους δικούς της σκοπούς».4 

 

Ο Μαρξ κατάφερε να μην παρασυρθεί, όπως οι ουτοπιστές, στο να εφεύρει ή να επινοήσει πολιτικές μορφές για τη μελλοντική επανάσταση. Η απάντηση που μπορούσε να δώσει κάθε φορά προέκυπτε από την ιστορική εμπειρία και μόνο. Κατά τη συγγραφή του Μανιφέστου (1847-48), η θέση των Μαρξ και Ένγκελς ως προς τη μεταβατική φάση ήταν αφηρημένη και δεν μπορούσε να είναι διαφορετικά, για τους λόγους που αναφέρθηκαν πιο πάνω. Έπρεπε να περάσουν σχεδόν δύο δεκαετίες, για την εμφάνιση της «επιτέλους ανακαλυφθείσας» πολιτικής μορφής, η οποία θα προσλάβει τον χαρακτήρα του «Κράτους – Μη-Κράτους» της μετάβασης και η οποία μπορεί να λειτουργήσει ως «μοχλός για την ανατροπή των οικονομικών βάσεων» της αστικής κοινωνίας και τη χειραφέτηση της εργασίας.5  

Πριν περάσουμε στην καθαυτό ανάλυση της Κομμούνας από τον Μαρξ, ας παραθέσουμε δύο γράμματα του ιδίου. Το πρώτο, προς τον J. Weydemeyer, έχει ημερομηνία 5 Μάρτη 1852:  

 

«Το καινούριο που ανακάλυψα εγώ ήταν α) ότι η ύπαρξη των τάξεων συνδέεται απλώς με ορισμένες ιστορικές φάσεις εξέλιξης της παραγωγής, β) ότι η ταξική πάλη οδηγεί αναγκαστικά στη δικτατορία του προλεταριάτου, γ) ότι αυτή η δικτατορία του προλεταριάτου αποτελεί απλώς το πέρασμα προς την κατάργηση των τάξεων και προς μια αταξική κοινωνία».6  

 

Στο γράμμα αυτό διατυπώνεται η αναγνώριση της αναγκαιότητας της «δικτατορίας του προλεταριάτου» ως πέρασμα σε μία μη-κρατική μορφή οργάνωσης της κοινωνίας. Το δεύτερο γράμμα, προς τον L. Kugelmann, έχει ημερομηνία 12 Απρίλη 1871: 

  

«Αν θα κοιτάξεις το τελευταίο κεφάλαιο του έργου μου “Η 18η Μπρυμαίρ”, θα δεις ότι σαν κατοπινή προσπάθεια της Γαλλικής Επανάστασης κηρύχνω να μην περάσει τη γραφειοκρατική - στρατιωτική μηχανή από το ένα χέρι στο άλλο, όπως γινόταν ως τώρα, αλλά να την τσακίσει (zerbrechen), και τέτοιος είναι ακριβώς ο προκαταρκτικός όρος κάθε πραγματικής λαϊκής επανάστασης στην ήπειρο».7  

 

Σύμφωνα με το πνεύμα της διατύπωσης του Μαρξ, η μαρξιστική θεωρία δεν περιορίζεται στην αντίληψη περί επαναστατικής κατάληψης της εξουσίας, αλλά θέτει ως προαπαιτούμενο για τη μετάβαση στον σοσιαλισμό το τσάκισμα του (αστικού) κράτους. Συγκεκριμένα, υποδεικνύει τα καθήκοντα του προλεταριάτου μετά και κατά τη διάρκεια της κατάκτησης της πολιτικής εξουσίας, που δεν είναι άλλο από τη συντριβή, το «τσάκισμα (Spengung)» της παλιάς κρατικής μηχανής, χωρίς, ωστόσο, να καθίσταται σαφές με τι πρέπει να αντικατασταθεί αυτό το κράτος. Η Κομμούνα αποτελώντας επανάσταση εναντίον του αστικού κράτους, ήταν μία απόπειρα διάλυσης του καταπιεστικού γραφειοκρατικού μηχανισμού, αναπτύσσοντας πολιτικές μορφές πλήρως αποκεντρωμένες και απογραφειοκρατικοποιημένες. Η Κομμούνα ήταν η πολιτική μορφή την οποία ο Μαρξ θεώρησε εύστοχα ως την «πολιτειακή δομή που από την πρώτη στιγμή εμπεριέχει την προοπτική της μετεξέλιξης σε ένα μη-κράτος».8 Πάντως, οφείλουμε να πούμε ότι δεν χρησιμοποιείται μόνο ο όρος «δικτατορία του προλεταριάτου», αλλά επίσης η φράση «ευλύγιστη μορφή κυβέρνησης», όπως παρατηρεί ο Tozel.9 Αλλά ας περάσουμε στην καθαυτή πρόσληψη της Κομμούνας από τον Μαρξ. 

Είναι αλήθεια ότι ο Μαρξ στη Δεύτερη Διακήρυξη του Γενικού Συμβουλίου της Διεθνούς Ένωσης Εργατών για τον Γαλλο-πρωσικό Πόλεμο (9/9/1870), χαρακτηρίζει κάθε απόπειρα (της γαλλικής εργατικής τάξης) ανατροπής της νέας κυβέρνησης «σαν απεγνωσμένη τρέλα».10 Είναι, επίσης, αλήθεια ότι αξιολογεί με θετικό τρόπο μία νίκη των Πρώσων, διότι αυτή θα λειτουργούσε υπέρ της ανύψωσης του επιπέδου του εργατικού κινήματος στη Δυτική Ευρώπη, δεδομένου ότι η διάλυση του γαλλικού βοναπαρτικού καθεστώτος θα σήμαινε ένα βήμα προς τα εμπρός όσον αφορά την οργάνωση του προλεταριάτου, κάτω από συγκριτικά πιο ελεύθερες συνθήκες. Ωστόσο, όταν επεβλήθη ο πόλεμος στους εργάτες του Παρισιού, ο ίδιος έσπευσε να χαιρετήσει την προλεταριακή επανάσταση με μεγάλο ενθουσιασμό. Ιδιαίτερα, όμως, αυτό το οποίο έκανε ήταν να μελετήσει επισταμένα την εμπειρία της Κομμούνας και να ερμηνεύσει τα διδάγματά της.  

Ο Μαρξ επιδιδόμενος στην ανάλυση και τη σκιαγράφηση της ιστορίας της Παρισινής Κομμούνας δεν διστάζει, παρά τα άσχημα προμηνύματα, να την χαρακτηρίσει «ένδοξη εργατική - προλεταριακή επανάσταση». Διαλύοντας τις συκοφαντίες περί εγκληματικής φύσης των κομμουνάρων, δηλώνει ότι η προλεταριακή επανάσταση του Παρισιού «ήταν (τόσο) απαλλαγμένη από πράξεις βίας, που είναι γεμάτες οι επαναστάσεις»,11 γεγονός που υποδηλώνει την ύπαρξη δημοκρατίας στο εσωτερικό της Κομμούνας, αλλά και την αδυναμία της να εκμεταλλευτεί στο έπακρο την ισχύ και το κύρος ενός οπλισμένου λαού. Αφού μελετά την ιστορική διαδρομή μέχρι την κήρυξή της, την 18η Μάρτη 1871, διατυπώνει το θεωρητικό πλαίσιο αναφορικά με το διακαές ζήτημα της διάλυσης και, κάνοντας ένα βήμα πιο κάτω, της αντικατάστασης της αστικής «μηχανής ταξικής κυριαρχίας».12 

Συγκεκριμένα, σημειώνει ότι «ύστερα από κάθε επανάσταση, που σημειώνει μία πρόοδο της ταξικής πάλης, προβάλλει όλο και πιο ανοιχτά ο καθαρά καταπιεστικός χαρακτήρας της κρατικής εξουσίας».13 Κάθε επανάσταση, λοιπόν, αντί να διαλύσει την κρατική μηχανή, την τροποποιούσε και την τελειοποιούσε, αφού προηγουμένως η ίδια «περνούσε από χέρι σε χέρι», οξύνοντας τις ταξικές αντιθέσεις. Η Κομμούνα, υπό αυτή την έννοια, αποτέλεσε για τον Μαρξ μία ολοκληρωτική ρήξη σε αυτό το προτσές ανάπτυξης και διόγκωσης του κράτους-Λεβιάθαν, όντας η «άμεση αντίθεση της αυτοκρατορίας», που εκφράζει τον «πόθο για μια δημοκρατία που θα παραμέριζε όχι μόνο τη μοναρχική μορφή της ταξικής κυριαρχίας, μα κι αυτή την ίδια την ταξική κυριαρχία»,14 αποτελώντας τη γέφυρα (κατά Λένιν) του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας. 

Με ποιον τρόπο, λοιπόν, η Κομμούνα έδωσε τη λύση στο ζήτημα της αντικατάστασης του αστικού γραφειοκρατικού κρατικού μηχανισμού; Ποια μορφή κράτους – που δεν ήταν ακριβώς κράτος όπως θα δούμε – άρχισε να δημιουργεί η Κομμούνα; Σίγουρα, η εργατική τάξη δεν περίμενε από αυτήν θαύματα, εφαρμόζοντας έτοιμες και προσχεδιασμένες ουτοπίες.15 Το μόνο που έκανε ήταν να μετασχηματίσει αυτό που βρισκόταν ενώπιόν της, να «ελευθερώσει τα στοιχεία της νέας κοινωνίας, που αναπτύχθηκαν στους κόλπους της κοινωνίας που καταρρέει».  

«Το πρώτο διάταγμα της Κομμούνας ήταν το διάταγμα για την κατάργηση του μόνιμου στρατού και για την αντικατάστασή του με τον ένοπλο λαό».16 Ταυτόχρονα, η αστυνομία, ως ο αποκλειστικός φορέας της υλικής βίας, απογυμνώθηκε από τις πολιτικές της ιδιότητες και μετατράπηκε σε όργανο της Κομμούνας, ανακλητό και κάτω από άμεσο έλεγχο. Αυτά τα αιτήματα τα συναντάμε και πολύ αργότερα, τόσο στο πρόγραμμα των Μπολσεβίκων, αλλά και στα σχέδια των Σπαρτακιστών στη Γερμανία, παραμένοντας, ωστόσο, ανοιχτή διεκδίκηση. Πάντως, όπως έγραψε και ο Λένιν πολύ αργότερα, αυτά τα αιτήματα δεν μπορούν να λείπουν από ένα κόμμα που θέλει να λέγεται πραγματικά σοσιαλιστικό.17  

Στην ανάλυση του Μαρξ διαβάζουμε:  

 

«Η Κομμούνα σχηματιζόταν από τους δημοτικούς συμβούλους που είχαν εκλεγεί με βάση το γενικό εκλογικό δικαίωμα [... και οι οποίοι] ήταν υπεύθυνοι και μπορούσαν να ανακληθούν σε οποιαδήποτε στιγμή. Η πλειοψηφία τους αποτελιόταν φυσικά από εργάτες ή από αναγνωρισμένους εκπροσώπους της εργατικής τάξης. [...] Το ίδιο έγινε και με τους δημοσίους υπαλλήλους σε όλους του κλάδους της διοίκησης (ανακλητότητα). Από τα μέλη της Κομμούνας ως τους κατώτερους υπαλλήλους η δημόσια υπηρεσία έπρεπε να αμείβεται με εργατικούς μισθούς. [...] όλες οι επιχορηγήσεις για έξοδα παραστάσεως καταργήθηκαν και οι δημόσιες θέσεις έπαψαν να είναι ατομική ιδιοκτησία των υπαλλήλων της κυβέρνησης. [...] Όταν παραμερίστηκαν πια ο μόνιμος στρατός και η αστυνομία [...] η Κομμούνα καταπιάστηκε αμέσως να τσακίσει το πνευματικό όργανο καταπίεσης, την εξουσία των παπάδων. Χώρισε την εκκλησία από το κράτος και απαλλοτρίωσε όλες τις εκκλησίες. [...] Οι δικαστικοί λειτουργοί χάσανε εκείνη τη φαινομενική ανεξαρτησία τους [...] και όπως όλοι οι άλλοι δημόσιοι υπάλληλοι έπρεπε στο εξής και αυτοί να εκλέγονται, να είναι υπεύθυνοι και να μπορούν να ανακληθούν».18 

 

Αυτό που είναι εμφανές είναι το γεγονός της πλήρους αντικατάστασης των θεσμών του αστικού κράτους με θεσμούς νέου τύπου, που χαρακτηρίζονται από μία πλέρια δημοκρατικότητα, όπως είναι η κατάργηση των κατόχων του μονοπωλίου άσκησης βίας, η αιρετότητα και η αναμφισβήτητη ανακλητότητα όλων των υπαλλήλων, μέτρο που συνεπάγεται την αδυναμία επιδίωξης οποιασδήποτε μορφής θεσιθηρίας και αριβισμού σε όλες τις βαθμίδες της υπαλληλίας. Αυτό επίσης σημαίνει τη μετατροπή του (αστικού) κράτους σε κάτι που τείνει να μην είναι πια κράτος, όπως το γνωρίζουμε, δηλαδή τον μηχανισμό ταξικής κυριαρχίας και υποδούλωσης μίας τάξης από μια άλλη. Σύμφωνα με τον κλασικό ορισμό του κράτους από τους κλασικούς, το κράτος «δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια μηχανή για την καταπίεση μίας τάξης από μία άλλη, και μάλιστα όχι λιγότερο στην αστική δημοκρατία από ότι γίνεται στη μοναρχία».19 Στην περίπτωση της Παρισινής Κομμούνας, την οποία ο Ένγκελς, με θάρρος και μετά από μία ψύχραιμη απόσταση δύο δεκαετιών, ταυτίζει με τη δικτατορία του προλεταριάτου,20 δεν συμβαίνει το ίδιο. Συγκεκριμένα,  

 

«εδώ όργανο καταπίεσης είναι πια η πλειοψηφία του πληθυσμού κι όχι μια μειοψηφία, όπως γινόταν πάντα. Και μια που η ίδια η πλειοψηφία του λαού καταπνίγει τους καταπιεστές της (παίρνοντάς τους πρωτίστως τα μέσα παραγωγής εξ ονόματος της κοινωνίας), δεν χρειάζεται πια η ιδιαίτερη δύναμη καταπίεσης, το κράτος. Υπό αυτή την έννοια, το κράτος αρχίζει να απονεκρώνεται».21 

 

Ευθύς εξ αρχής, οφείλουμε βέβαια να σημειώσουμε, ότι το μεταβατικό, σοσιαλιστικό κράτος είναι πέρα για πέρα αντιφατικό, μιας που γεννιέται με την προοπτική της απονέκρωσής του, συνεπώς με την προοπτική να είναι συνειδητά παροδικό, και μάλιστα, καλούμενο το ίδιο να συμβάλλει στη διαδικασία απονέκρωσής του. Με αυτή την έννοια, παύει να είναι κράτος με τη σημασία που του αποδίδουμε συνήθως – «ειδική δύναμη καταπίεσης» – και μετατρέπεται σε αυτό που ο Λένιν ονόμασε «γενική δύναμη της πλειοψηφίας του ένοπλου λαού».22 

Σε μία σημαντική μελέτη για το σοσιαλιστικό κράτος και τις διαφορές των Μαρξ και Μπακούνιν πάνω σε αυτό, ο Γιώργος Ρούσης συνοψίζει τους λόγους που καθιστούν αναγκαίο το πέρασμα από τη δικτατορία του προλεταριάτου, ως κράτος της μετάβασης.23 Πρώτα από όλα, σύμφωνα με τον Μαρξ, το προλεταριακό κράτος είναι απαραίτητο για να καταπνίξει την αντίσταση της αστικής τάξης ή, ακριβέστερα, της μειοψηφίας των πρώην (μια και δεν τους ανήκουν πια τα παραγωγικά μέσα) κεφαλαιοκρατών, οι οποίοι, παρά το ότι έχουν χάσει τα προνόμια που συνεπάγεται η ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, εξακολουθούν να έχουν κάποιου είδους εξουσία, την οποία δεν θα παραδώσουν αμαχητί.24 Ένας άλλος λόγος που καθιστά αναγκαίο το σοσιαλιστικό «μισο-κράτος», χωρίς να διατυπώνεται ρητά στα κείμενα των κλασικών, είναι η ενδεχόμενη αντίδραση από το εξωτερικό, λόγος που συνδέεται άρρηκτα με την υψίστης σημασίας ανάγκη ξεσπάσματος επαναστατικών επεισοδίων σε παγκόσμιο επίπεδο. Επ’ αυτού, είναι αποκαλυπτική η δήλωση του Λένιν μετά την ματαίωση της επανάστασης στη Δύση:  

 

«Ακόμη (και) πριν την (οκτωβριανή) επανάσταση νομίζαμε ότι είτε αμέσως, είτε τουλάχιστο πολύ σύντομα, θα αρχίσει η επανάσταση στις υπόλοιπες χώρες που είναι πιο αναπτυγμένες από μας, είτε, σε αντίθετη περίπτωση, θα χαθούμε».25  

 

Τρίτον, το σοσιαλιστικό κράτος καλείται να προωθήσει αποφασιστικά την ανάπτυξη του επιπέδου των υλικών παραγωγικών δυνάμεων, για να μπορεί να επιτευχθεί ο στόχος της επικράτησης της ελεύθερης δραστηριότητας ως αυτοσκοπού, έναντι της καταναγκαστικής εργασίας. Είναι γνωστό, ότι στα καθεστώτα του «υπαρκτού σοσιαλισμού», αυτό το κυνήγι της διαρκούς ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων (εξ ου και ο λεγόμενος «σοσιαλισμός της ανάκτησης του χαμένου εδάφους») συνετέλεσε στο να ταυτιστεί ο μαρξισμός με μια τυφλή αύξηση της παραγωγικότητας και με ένα είδος τεχνολογικού ντετερμινισμού. Πρέπει να έχουμε, ωστόσο, κατά νου τις πολύ ιδιαίτερες συνθήκες της Ρωσίας, μιας σχετικά καθυστερημένης χώρας, οι οποίες επέβαλαν εν είδει αδήριτης αναγκαιότητας αυτό το κυνήγι. Στη σημερινή εποχή, στην οποία τείνει να επικρατεί η «γενική διάνοια» στην παραγωγή, στόχος ενός σύγχρονου μεταβατικού κράτους δεν μπορεί να είναι άλλος από τον έλλογο έλεγχο των νέων τεχνολογιών, γεγονός που αυτόματα μειώνει σημαντικά τον χρόνο ζωής του μισο-κράτους, χρόνο, που όσο αυξάνεται, μπορεί να οδηγήσει σε απόσπαση μίας εξουσίας ή τη δημιουργία μιας εξουσιαστικής γραφειοκρατίας, όπως έδειξε η σοβιετική εμπειρία. 

Τέλος, οι κλασικοί του μαρξισμού αναφέρουν κι έναν άλλον λόγο που δικαιολογεί την ύπαρξη μίας μεταβατικής πολιτικής μορφής, αυτόν της συνήθειας. Πρέπει να έχουμε υπόψη, ότι μετά την επανάσταση, (θα) 

 

«Έχουμε να κάνουμε με μία κομμουνιστική κοινωνία, όχι όπως έχει εξελιχθεί στη δική της βάση, μα αντίθετα, όπως προβάλλει από την καπιταλιστική κοινωνία.[...] Πρόκειται, δηλαδή για μία κοινωνία, που από κάθε άποψη, φέρει τα στίγματα της κοινωνίας, που μες στους κόλπους της αναπτύχθηκε».26  

 

«Αυτό σημαίνει ότι, η κατάστικτη από τα αστικά σημάδια, μετεπαναστατική κοινωνία πρέπει να υποβληθεί σε ένα είδος κάθαρσης, και συνακόλουθα, τα άτομα, μέσα σε άλλες κοινωνικές συνθήκες, να καταπολεμήσουν τη δύναμη της συνήθειας και να “μάθουν” (“να συνηθίσουν”!) να είναι ελεύθερα».27  

 

Κλείνοντας την παρένθεση και επιστρέφοντας στις διατυπώσεις του Μαρξ για τα μέτρα της Κομμούνας, είναι αποκαλυπτική η κριτική που ασκείται στον κοινοβουλευτισμό, κριτική που έχει περιπέσει στη σφαίρα της λήθης. Γράφει ο Μαρξ:  

 

«Η Κομμούνα, δεν επρόκειτο να είναι ένα κοινοβουλευτικό, αλλά ένα εργαζόμενο σώμα, εκτελεστικό και νομοθετικό ταυτόχρονα. Αντί να αποφασίζει μία φορά κάθε τρία ή έξι χρόνια, ποιο μέλος της άρχουσας τάξης θα εκπροσωπεί και θα τσαλαπατά το λαό στη βουλή, το γενικό εκλογικό δικαίωμα θα εξυπηρετούσε τον οργανωμένο σε κομμούνες λαό».28  

 

Σήμερα, κριτική του κοινοβουλευτισμού πραγματοποιείται κατά κόρον είτε από τους αναρχικούς, είτε από τους αντιδραστικούς, με πολλά κομμουνιστικά κόμματα να βουλιάζουν στον αστικό συμβιβασμό. Συνεπώς, μία διέξοδος από τον κοινοβουλευτισμό πρέπει, πριν από όλα, να άρει την ταύτιση του κοινοβουλευτισμού με τη δημοκρατία. Η λύση δεν βρίσκεται φυσικά στην κατάργηση της αντιπροσώπευσης, αλλά στην μετατροπή αυτών των θεσμών σε «εργαζόμενα σώματα, εκτελεστικά και νομοθετικά ταυτόχρονα», μετατροπή που η Κομμούνα επιχείρησε επιτυχώς. 

Στο ίδιο πνεύμα και πριν ολοκληρώσουμε την παρουσίαση των οικονομικών μέτρων που πήραν οι Γάλλοι εργάτες, η Κομμούνα, παρά το γεγονός ότι αποτελείτο κατά πλειοψηφία από μπλανκιστές (και προυντονιστές), δεν έτεινε προς τον υπερσυγκεντρωτισμό, αλλά αντίθετα ανέπτυξε πολιτικές μορφές καθόλα αποκεντρωμένες (πηγαίνοντας κόντρα στα πιστεύω του μπλανκισμού) και ανοιχτές στην πολιτική πρωτοβουλία από τον λαό, «αποδίδοντας (δηλαδή) στο κοινωνικό σώμα όλες εκείνες τις δυνάμεις που τις κατανάλωνε ως τώρα η παρασιτική απόφυση, το κράτος, που τρέφεται σε βάρος της κοινωνίας και την εμποδίζει να κινείται ελεύθερα».29 Αυτό που επιχειρήθηκε δηλαδή ήταν μία «κοινωνικοποίηση της πολιτικής»,30 μία προσπάθεια επανάκτησης των κοινωνικών λειτουργιών, με δικαιότερη κατανομή των (κοινωνικών) ρόλων, όρος εκ των ων ουκ άνευ για την πραγματοποίηση της αυτοδιεύθυνσης της κοινωνίας και την αποτροπή της αυτονόμησης μέρους του κρατικού μηχανισμού από την υπόλοιπη κοινωνία.  

Ας περάσουμε τώρα σε μία συνοπτική εξέταση του άλλου άξονα των μέτρων – διαταγμάτων της Παρισινής Κομμούνας, τον άξονα των οικονομικών μεταρρυθμίσεων 

 

«Το μεγάλο κοινωνικό μέτρο της Κομμούνας ήταν η ίδια της η ύπαρξη, η εργασία της. Τα ειδικά μέτρα της μπορούσαν να υποδείξουν την κατεύθυνση προς την οποία κινείται μια κυβέρνηση του λαού από τον ίδιο το λαό. Τέτοια μέτρα ήταν η κατάργηση της νυχτερινής εργασίας των αρτεργατών και η επί ποινή απαγόρευσης της συνήθειας που είχαν οι εργοδότες να μειώνουν τα μεροκάματα [....] Ένα άλλο μέτρο ήταν η παράδοση των κλειστών εργαστηρίων και εργοστασίων σε συνεταιρισμούς εργατών [...] η απαγόρευση των προστίμων και η αναστολή των χρεών, και η παροχή επιδόματος (σύνταξης) σε κάθε χήρα».31  

 

Οπωσδήποτε, τα πολιτικά-δικαιϊκά σε συνδυασμό με τα οικονομικά μέτρα και αιτήματα είναι απαραίτητα για να συντελεστεί η χειραφέτηση της εργατικής τάξης. Η Κομμούνα, παρά τη σύντομη διάρκειά της εισήγαγε ορισμένα σημαντικά μέτρα, όπως είδαμε. Ωστόσο, τόσο τα οικονομικά της μέτρα, όσο και οι εν γένει δικλείδες ασφαλείας που έθεσε, δεν ήταν επαρκείς. Πρέπει να έχουμε κατά νου ότι μία κριτική της πολιτικής πρέπει να συνυπάρχει με μία κριτική της οικονομίας, διότι αλλιώς, η πρώτη εκπίπτει σε γενικόλογη κατηγορία και η δεύτερη σε καθαρά τεχνική, συνεπώς στείρα, επιστήμη. Η απονέκρωση του κράτους οφείλει να συνδυάζεται με την κατάργηση της ανταλλακτικής αξίας, διότι «η πολιτική κυριαρχία του παραγωγού δεν μπορεί να συνυπάρχει με τη διαιώνιση της κοινωνικής του υποδούλωσης».32 

Η Κομμούνα, ωστόσο, σύμφωνα με τον Μαρξ, έδειξε τη δυνατότητα για την «ανατροπή των οικονομικών βάσεων, που πάνω τους στηρίζεται η ύπαρξη των τάξεων». Η ίδια αποτέλεσε το παράδειγμα μίας πραγματικής εργατικής κυβέρνησης, που συνενώνει κάτω από την κόκκινη σημαία της όλο τον λαό, ούσα μία «πέρα για πέρα ευλύγιστη πολιτική μορφή», βαθύτατα δημοκρατική και ειρηνική ταυτόχρονα.33 Σε τελευταία ανάλυση, η Κομμούνα υπήρξε η πρώτη απόπειρα της προλεταριακής επανάστασης να συντρίψει την αστική κρατική μηχανή και η «επιτέλους ανακαλυφθείσα» πολιτική μορφή, με την οποία μπορεί να αντικατασταθεί αυτό που συνετρίβη. 

 

3. Ο Μπακούνιν και η αντίθεση των Μαρξ και Ένγκελς στις θέσεις του αναρχισμού για το κράτος 

  

Παρά το γεγονός, όπως σωστά επισημαίνει ο Γ. Ρούσης, ότι κοινός στόχος του μαρξισμού και του αναρχισμού είναι η μη-κρατική μορφή οργάνωσης της κοινωνίας,34 τα δύο αυτά σοσιαλιστικά ρεύματα, και κυρίως οι επίγονοί τους, εμμένουν στις διαφορές τους, ξεχνώντας τον κοινό αντικρατικό στόχο. Αυτό που μας ενδιαφέρει στην προκείμενη περίπτωση, είναι να εξετάσουμε τον τρόπο με τον οποίο ο Μπακούνιν βίωσε και ερμήνευσε την Παρισινή Κομμούνα, εξέταση που δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς να κρατήσουμε το ιστορικό νήμα εκείνης της περιόδου. 

Η πιο σημαντική αναφορά του Μπακούνιν στα κοσμοϊστορικά γεγονότα της Κομμούνας του Παρισιού, είναι η έκθεσή του με όνομα Προοίμιο για τον δεύτερο τόμο της Ρωσσογερμανικής Αυτοκρατορίας, έκθεση που βρέθηκε μετά το θάνατό του και εκδόθηκε για πρώτη φορά με τον τίτλο, Η Παρισινή Κομμούνα και η ιδέα του κράτους.35 Στο κείμενο αυτό, αφού δηλώνει εξ αρχής τον λόγο που τον ωθεί στη συγγραφή, λόγος που συνδέεται με την προσπάθεια απόδειξης της «αναμφισβήτητης αλήθειας της κοινωνικής επανάστασης», προβαίνει στην παρουσίαση του εαυτού του: 

 

«Είμαι ένας ένθερμος κυνηγός της αλήθειας και όχι λιγότερο επίμονος εχθρός των βλαβερών μύθων, [...] που υποδουλώνουν και αποκτηνώνουν τον κόσμο. Είμαι ένας φανατικός εραστής της ελευθερίας, μίας ελευθερίας που είναι πραγματικά άξια του ονόματός της, της ελευθερίας που συνίσταται στην πλήρη ανάπτυξη όλων των υλικών, πνευματικών και ηθικών δυνάμεων, που βρίσκονται μέσα σε κάθε άτομο. Μίας ελευθερίας και ενός δικαιώματος της ελευθερίας, με θετική σημασία, η οποία δε σταματά μπροστά στην ελευθερία των άλλων (εν αντιθέσει με την, αρνητικής σημασίας, φιλελεύθερη εκδοχή του δικαιώματος της ελευθερίας), αλλά προϋποθέτει σαν απαραίτητο όρο ύπαρξής της την πλήρη ελευθερία όλων».36  

 

Συνεχίζοντας, δηλώνει ρητά ότι στόχος του είναι η «οικονομική και κοινωνική ισότητα», ισότητα που μπορεί να επιτευχθεί μονάχα μέσα από την «αυθόρμητη οργάνωση της εργασίας» και την «ελεύθερη ομοσπονδοποίηση των κομμουνών», ποτέ όμως «με την καταπιεστική και υποδουλωτική ενέργεια του κράτους».37 Η ισότητα και η χειραφέτηση για το Μπακούνιν δεν επιτυγχάνονται με διάταγματα νόμου ή «από τα πάνω», αλλά μονάχα «από τα κάτω», μονάχα από τις ελεύθερα οργανωμένες μάζες. Αυτό είναι που, κατά τη γνώμη του, διακρίνει τον δικό του «επαναστατικό σοσιαλισμό» από τον μαρξισμό, τον οποίο συνηθίζει να ονομάζει «εξουσιαστικό (ή κρατικό) κομμουνισμό», μιας που για τον ίδιο, κάθε μορφή κράτους, ακόμα και το μεταβατικό, είναι απορριπτέο. Αφού, λοιπόν, ο θεωρητικός του αναρχισμού διατυπώνει τον τρόπο με τον οποίο είναι εφικτή η κατάκτηση της πραγματικής ελευθερίας, αντιμετωπίζει την Παρισινή Κομμούνα ως την «εντυπωσιακή και πρακτική ταυτόχρονα» επίδειξη του επαναστατικού σοσιαλισμού στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Για τον ίδιο, η γοητεία που ασκεί η μεγάλη προλεταριακή επανάσταση, οφείλεται στο γεγονός ότι ήταν μία «τολμηρή και ειλικρινής άρνηση του κράτους»,38 μία αποφασιστική απόπειρα συντριβής του κρατικού μηχανισμού.  

Παρά το γεγονός «ότι αυτή η εξέγερση εκδηλώθηκε στη Γαλλία, που μέχρι τώρα υπήρξε η κατεξοχήν χώρα του πολιτικού συγκεντρωτισμού», το Παρίσι κατάφερε να «επιβεβαιώσει την ιστορική του ικανότητα να παίρνει την αρχηγία και να δείχνει στις υποδουλωμένες μάζες τον μοναδικό δρόμο της απελευθέρωσης και της σωτηρίας».39 Ωστόσο, και αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία, ο Μπακούνιν δεν αποδίδει την αποτυχία της Κομμούνας στην καθαυτήν έλλειψη συγκεντρωτισμού και άσκησης κυβερνητικής βίας, όπως οι Μαρξ και Ένγκελς, αλλά σε ένα σύνολο αιτιών που συνοψίζονται στην αδυναμία των πρωταγωνιστών της Κομμούνας να υπερβούν τις ιδεολογικές τους προκαταλήψεις.40  

Ωστόσο, η πραγματικότητα είναι λίγο διαφορετική. Η πλειοψηφία της Κομμούνας αποτελείτο από προυντονιστές και μπλανκιστές, οι οποίοι, κατά την εκ των υστέρων αφήγηση του Ένγκελς, δεν τήρησαν τα προγράμματά τους, αλλά αντιθέτως, τα αρνήθηκαν εν τη πράξει. Ο μπλανκισμός είναι η κατεξοχήν θεωρία μιας αυστηρά συνωμοτικής οργάνωσης και στενού πολιτικού συγκεντρωτισμού, αρχή που μπροστά στο συμβάν της εξέγερσης τέθηκε στο περιθώριο από την ανάπτυξη αποκεντρωμένων μορφών πολιτικής δράσης. Συνεπώς, δεν υπήρξε κάποια εμμονική τήρηση ορισμένων ιδεών, που οδήγησε στην αποτυχία. Αυτό που υπήρξε ήταν η έμπρακτη επιβεβαίωση της μη-ορθότητάς τους. 

Διαφαίνεται έτσι μία αδυναμία του Μπακούνιν να οριοθετήσει και να συγκεκριμενοποιήσει τους λόγους που οδήγησαν την πρώτη απόπειρα διάλυσης του αστικού κράτους σε αποτυχία. Στις επόμενες σελίδες του κειμένου, όλη η θεωρία του Μπακούνιν για την ολοκληρωτική και αναμφισβήτητη άρνηση κάθε μορφής κράτους και εξουσίας αναιρείται από τον ίδιο τον οπαδό της: 

 

«Έπρεπε να δώσουν ψωμί και εργασία σε μερικές εκατοντάδες χιλιάδων εργατών, να τους οργανώσουν, να τους εξοπλίσουν και ταυτόχρονα να προσέχουν τις μανούβρες των αντιδραστικών. Όλα αυτά σε μια τόσο μεγάλη πόλη όπως το Παρίσι, που βρισκόταν σε κατάσταση πολιορκίας, που απειλούνταν από το φάσμα της πείνας και ήταν εκτεθειμένο σε όλα τα βρώμικα σχέδια. [...] Ήταν (λοιπόν) αναγκασμένοι να αντιτάξουν μία επαναστατική κυβέρνηση και στρατό στην κυβέρνηση και τον στρατό των Βερσαλλιών, δηλαδή για να πολεμήσουν τη μοναρχική και εκκλησιαστική αντίδραση, ήταν αναγκασμένοι να οργανωθούν με τον αντιδραστικό Γιακωβίνικο τρόπο».41  

 

Τι πιο κραυγαλέα αποδοχή της αναγκαιότητας του σοσιαλιστικού μισο-κράτους και της άσκησης (κυβερνητικού) «κύρους» απέναντι στην αστική τάξη! Ο Μπακούνιν, τυφλωμένος από το μίσος απέναντι στις λέξεις «εξουσία» και «κράτος», δεν μπορεί να παρακολουθήσει διαλεκτικά τον μαρασμό του κράτους που επιχειρήθηκε. Η καθόλα στερεοτυπική αντιμετώπιση τού κράτους, τον εμποδίζει να διαπιστώσει ότι, όσο οι όροι που διατηρούν την ύπαρξη των τάξεων παραμένουν, η διαδικασία διάλυσής τους μπορεί να πραγματοποιηθεί μονάχα με βίαια κυβερνητικά μέσα, που οφείλει να ασκήσει το «οργανωμένο σε κυρίαρχη τάξη προλεταριάτο», η επαναστατική δικτατορία της εργατικής τάξης. 

Εκτός από τη γνωστή κριτική, που γράφτηκε ως απάντηση σε ορισμένα σημεία του έργου του Μπακούνιν Κρατισμός και Αναρχία, κριτική που περιέχει στοιχεία της μαρξικής θεωρίας για το κράτος, τόσο ο Μαρξ όσο και ο Ένγκελς, σε κείμενα και αλληλογραφίες τους, στέκονται αρκετές φορές κριτικά σε διατυπώσεις των αναρχικών, σε μια προσπάθεια, όπως γράφει ο Ένγκελς, να αποδείξουν «ότι εμάς και τους αναρχικούς μας χωρίζει άβυσσος».42  

Σε ένα πολύ σημαντικό κείμενό του, με τίτλο «Η πολιτική αδιαφορία», ο Μαρξ, με καυστικό ύφος, τονίζει τις εσωτερικές αδυναμίες της αναρχικής σκέψης, γράφοντας: 

 

«Όταν ο πολιτικός αγώνας της εργατικής τάξης παίρνει επαναστατικές μορφές, όταν οι εργάτες στη θέση της δικτατορίας της αστικής τάξης θέτουν τη δική τους επαναστατική δικτατορία, τότε, σύμφωνα με τους αναρχικούς, διαπράττουν φοβερό έγκλημα βεβήλωσης των αρχών, διότι για να ικανοποιήσουν τις άθλιες και εντελώς τρέχουσες ανάγκες τους, (δηλαδή) να τσακίσουν την εναντίωση της αστικής τάξης, οι εργάτες προσδίδουν στο κράτος επαναστατική και υπερβατική διάσταση, αντί να καταθέσουν τα όπλα και να καταργήσουν το κράτος».43  

 

Ο Μαρξ δεν αρνείται ότι το κράτος θα εξαφανισθεί με την εξαφάνιση των τάξεων. Σε αυτό που διαφωνεί με τους αναρχικούς είναι ότι η δικτατορία της αστικής τάξης δεν θα παραδώσει τα σκήπτρα της αμαχητί, αλλά θα χρησιμοποιήσει όλα της τα όπλα για να πνίξει κάθε αντίσταση, κάτι που επιβεβαιώθηκε και κατά τη λεγόμενη «αιματηρή εβδομάδα» στο Παρίσι. Ο Μαρξ εναντιώνεται σε αυτή την αδυναμία των αναρχικών να διαπιστώσουν ότι η άσκηση κυβερνητικών μέσων, θα επιβληθεί ως ανάγκη από την εναντίωση της αστικής τάξης. Η άνευ όρων και απόλυτη άρνηση κάθε μορφής κρατικής εξουσίας από τον Μπακούνιν, τον τοποθετεί αυτόματα εκτός ιστορίας, όταν πρόκειται για επαναστατικά γεγονότα ευρείας κλίμακας, δεδομένου ότι η θέση του καταδικάζει κάθε απόπειρα δράσης να αποτύχει. 

Στο ίδιο πνεύμα με τον Μαρξ, ο Ένγκελς επιδίδεται κι αυτός σε μία πολεμική εναντίον της αναρχικής θεωρίας, γύρω από το ζήτημα της «εξουσίας-κύρους». Σε μία επιστολή του, μερικούς μήνες μετά τη πτώση της Κομμούνας, παρατηρεί ότι οι αναρχικοί κάνουν μεγάλη χρήση των όρων «αυταρχικότητα» και «συγκεντρωτισμός»: 

 

«Εγώ δεν γνωρίζω τίποτα το αυταρχικότερο από μία επανάσταση και μου φαίνεται ότι, όταν ένας επιβάλλει τη θέλησή του με βόμβες και σφαίρες στους άλλους, όπως συμβαίνει σε κάθε επανάσταση, τότε συντελείται μία πράξη αυταρχικότητας. Ακριβώς η έλλειψη συγκεντρωτισμού και αυταρχικότητας στοίχισε τη ζωή της Κομμούνας. Όταν μου κάνουν λόγο περί αυταρχικότητας και συγκεντρωτισμού σαν δυο πράγματα καταδικαστέα σε όλες τις περιπτώσεις, τότε μου φαίνεται ότι αυτοί που το λένε αυτό ή δεν ξέρουν τι πάει να πει επανάσταση ή είναι επαναστάτες μονάχα στα λόγια».44  

 

Η πιο άμεση και αποφασιστική, ωστόσο, αντίθεση του Ένγκελς διατυπώθηκε στο έργο του, «Περί κύρους», γραμμένο το 1873. Το κείμενο αυτό είναι μία πολεμική ενάντια στους «αντιπάλους του κύρους». Οι αντίπαλοι του κύρους, όπως ονομάζονταν, είχαν την πεποίθηση ότι το κύρος, η εξουσία, είναι το απόλυτο κακό, που πρέπει να καταργηθεί. Η εξουσία, γι’ αυτούς, είχε αποκλειστικά αρνητική σημασία, ακριβέστερα, αποτελούσε όπλο των εκμεταλλευτών. Ο Ένγκελς, αφού ορίζει το κύρος (Autorität = εξουσία, αρχή) ως την «επιβολή μίας ξένης θέλησης στη δική μας», συνεχίζει με την παράθεση τριών τεχνολογικών συστημάτων, τα οποία απαιτούν συνδυασμένη δράση ως όρο ομαλής λειτουργίας τους, δηλαδή, ειπωμένο με άλλα λόγια, απαιτούν συγκεκριμένες μορφές πολιτικών, εξουσιαστικών σχέσεων. «Παντού, στη θέση της ανεξάρτητης δράσης μπαίνει η συνδυασμένη δράση, ο συνδυασμός λειτουργιών. Όποιος, όμως, μιλάει για συνδυασμένη δράση, μιλάει για οργάνωση. Μπορεί να υπάρχει οργάνωση χωρίς κύρος, χωρίς εξουσία;»45 

Η απάντησή του δίδεται μέσα από τα παραδείγματα του εργοστασίου κλωστοϋφαντουργίας, του σιδηροδρόμου και του καραβιού στα ανοιχτά της θάλασσας. Πρόκειται για τρεις τεχνολογικές εφαρμογές της εποχής του. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, μας λέει ο Ένγκελς, ένα ορισμένο κύρος και μία ορισμένη υποταγή είναι απαραίτητα πράγματα που μας επιβάλλονται. Τι θα συνέβαινε, συνεχίζει, «με το πρώτο τραίνο που θα ξεκινούσε αν καταργούσαμε το κύρος των σιδηροδρόμων πάνω στους κυρίους ταξιδιώτες;»46  

Το κύρος είναι ένα αναγκαίο κακό, ένα υποπροϊόν της μεγάλης βιομηχανίας, ακριβέστερα, το κύρος εμπεριέχεται στη μεγάλη βιομηχανία. Ο αυτόματος μηχανισμός ενός μεγάλου εργοστασίου, γράφει, «είναι πολύ πιο τυραννικός από ότι ήταν οι κεφαλαιοκράτες», μιας και είναι αυτός που θα καθορίσει τόσο τις ώρες εργασίας όσο και την ένταση της εργασίας, εντολές που οι εργάτες δεν μπορούν παρά να υπακούσουν, ξεχνώντας κάθε έννοια αυτονομίας εντός του εργοστασίου.  

 

«Αν ο ανθρωπος υπέταξε τις δυνάμεις της φύσης με τη βοήθεια της επιστήμης και της εφευρετικής του μεγαλοφυΐας, όμως κι αυτές εκδικούνται υποβάλλοντάς τον σε έναν δεσποτισμό, που είναι ανεξάρτητος από κάθε κοινωνική οργάνωση».47  

 

Υπάρχουν τεχνολογίες και τεχνικά συστήματα τα οποία, όχι μόνο έχουν πολιτικές ποιότητες, αλλά, είναι εγγενώς πολιτικά, υπό την έννοια ότι η ύπαρξη και η διατήρησή τους απαιτεί τη διαμόρφωση πολύ συγκεκριμένων πολιτικών, εξουσιαστικών σχέσεων, οι οποίες λειτουργούν ως απαραίτητοι όροι λειτουργίας και συντήρησης των τεχνολογιών αυτών.  

Τα παραδείγματα που επισημαίνει ο Ένγκελς ανήκουν σε αυτή την κατηγορία. Ανεξάρτητα, δηλαδή, από την οργάνωση της κοινωνίας αμέσως μετά την ανατροπή της αστικής εξουσίας, η ύπαρξη κάποιων τεχνολογιών θα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ύπαρξη συγκεντρωτισμού και στενών εξουσιαστικών σχέσεων, τουλάχιστον στο εσωτερικό των αντίστοιχων τεχνικών συστημάτων. «Το να θέλουμε να καταργήσουμε το κύρος στη μεγάλη βιομηχανία είναι σαν να θέλουμε να καταργήσουμε την ίδια τη βιομηχανία», συνεχίζει ο Ένγκελς, μιας και οι τεχνολογίες, ιδίως οι σύγχρονες, δεν μπορούν να ιδωθούν ως ουδέτερος - παθητικός πηλός στα χέρια της κοινωνίας.48  

Κλείνοντας το κείμενό του και έχοντας δείξει ότι η βιομηχανική κοινωνία πάει χέρι-χέρι με την ύπαρξη εξουσίας και επιβολής, ο Ένγκελς επιστρέφει στο πολιτικό κύρος, για να δικαιολογήσει την απτή, και όχι μονάχα τη θεωρητική του αναγκαιότητα: 

 

«Είδαν ποτέ οι κύριοι αυτοί μιαν επανάσταση; Μια επανάσταση είναι ασφαλώς το αυθεντικότερο πράγμα που υπάρχει. Είναι μία πράξη με την οποία ένα μέρος του πληθυσμού επιβάλλει τη θέλησή του στο άλλο μέρος με τα όπλα, με λόγχες και κανόνια. [...] Θα κρατούσε ποτέ η Παρισινή Κομμούνα, έστω μια μέρα, αν δεν είχε μεταχειρισθεί ενάντια στην αστική τάξη το κύρος ενός οπλισμένου λαού; Αντίθετα, δεν θα πρέπει να την κατηγορήσουμε για το ότι δεν το χρησιμοποίησε όσο έπρεπε; Επομένως, ένα από τα δύο, είτε δεν ξέρουν τι λένε οι αντίπαλοι του κύρους και προκαλούν σύγχυση, είτε ξέρουν κι έτσι προδίδουν το προλεταριακό κίνημα. Και στη μια και στην άλλη περίπτωση, εξυπηρετούν μονάχα την αντίδραση».49 

 

Σε πλήρη αρμονία με όλα όσα ειπώθηκαν στις προηγούμενες σελίδες, τα καθήκοντα του προλεταριάτου στην επανάσταση δεν μπορούν να περιορίζονται σε άναρθρες κραυγές άρνησης της άσκησης βίας, ήτοι της κυβερνητικής εξουσίας, αλλά να αποσκοπούν στο τσάκισμα της (αστικής) κρατικής μηχανής. Ομοίως, η δικτατορία του προλεταριάτου δεν μπορεί παρά να είναι με νέο τρόπο δημοκρατική (για την πλειοψηφία), όπως έδειξε και η Κομμούνα, και με νέο τρόπο δικτατορική για τους εχθρούς της εργασίας.  

 

4. Αντί επιλόγου. 

 

Επιχειρήθηκε να ανασυσταθεί και να παρουσιασθεί σε αδρές γραμμές μέρος της θεωρίας του μαρξισμού για την πολιτική μεταβατική περίοδο, που είναι αναγκαία κατά το πέρασμα στον κομμουνισμό, με αφορμή τα διδάγματα που προσέφερε η ιστορία της Παρισινής Κομμούνας. Η εμπειρία της αποτέλεσε αφορμή για να αναπροσαρμοστεί η μαρξιστική θεωρία της επανάστασης, αποκαλύπτοντάς της σημαντικά στοιχεία, ανύπαρκτα μέχρι τότε στην ταξική πάλη και στο θεωρητικό σύμπαν των θεμελιωτών του επιστημονικού σοσιαλισμού. 

Ούσα η μεγαλύτερη προλεταριακή επανάσταση του 19ου αιώνα και η πρώτη απόπειρα κατάλυσης του αστικού κράτους, δεν μπορεί να μην αποτελεί κεντρικό κομμάτι στην όλη συζήτηση περί επανάστασης. Μέσα από τη συνομιλία των Μαρξ και Ένγκελς με τον Μπακούνιν, τονίσθηκε η διαφορά τους στα ζητήματα του κράτους και της κυβερνητικής εξουσίας. Όσον αφορά τους θεωρητικούς των δύο αυτών ρευμάτων, που οπωσδήποτε ήταν και παραμένουν κυρίαρχα στη σοσιαλιστική σκέψη και πράξη, η άρση των αντιθέσεων είναι ιδιαίτερα δύσκολη, δεδομένων των θεμελιακών τους διαφορών. Αυτό που είναι δυνατό είναι να ξεκινήσει ένας διάλογος μεταξύ των οπαδών των δύο αυτών ρευμάτων, τα οποία, τουλάχιστον ως προς τον σκοπό, βρίσκονται από την ίδια «πλευρά του οδοφράγματος». Αυτό, προς το παρόν, είναι αρκετό. 

 

Βιβλιογραφία. 

 

Ένγκελς Φρίντριχ (1986), «Εισαγωγή» (27/3/1891) στο Καρλ Μαρξ, Ο Εμφύλιος Πόλεμος στη Γαλλία, Αθήνα: Στοχαστής 

Λένιν Β.Ι. (1974), Κράτος και Επανάσταση, Αθήνα: Καζάντζας.  

Λένιν Β.Ι. (1984), Άπαντα, τόμοι 8, 10, 16, 44, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.  

Μαρξ Καρλ (1978), To Κεφάλαιο, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή, τόμος 1ος . 

Μαρξ Καρλ (1979), Κριτική του Προγράμματος της Γκότα, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή. 

Μαρξ Καρλ (1986), Ο Εμφύλιος Πόλεμος στη Γαλλία, Αθήνα: Στοχαστής, 2η έκδοση, επιμέλεια Λουκάς Αξελός. 

Μαρξ Καρλ και Φρίντριχ Ένγκελς (1979), Για τον Αναρχισμό, Αθήνα: Καζάντζας.  

Μαρξ Καρλ και Φρίντριχ Ένγκελς (1980), Διαλεχτά έργα σε δυο τόμους, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή. 

Μαρξ Καρλ και Φρίντριχ Ένγκελς (2005), Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή. 

Μπακούνιν Μιχαήλ (χ.χ.έ.), Η Παρισινή Κομμούνα του 1871 και η ιδέα του κράτους. Μτφρ. Jack Loumala, 6η έκδοση, Αθήνα: Ελεύθερος Τύπος. 

Μπαλιμπάρ Ε., Τ. Λουπορίνι, Α. Τοζέλ (1984), Η Κριτική της Πολιτικής στον Μαρξ, Αθήνα: Πολύτυπο.  

Dolgoff Sam [ed.] (1980), Bakunin on Anarchism, Atlanta: Black Rose Books. 

Ρούσης Γιώργος (2011), Μαρξ-Μπακούνιν για το Σοσιαλιστικό Κράτος, Αξιολόγηση της κριτικής του Μπακούνιν στο Μαρξικό Σοσιαλιστικό Κράτος, Αθήνα: Γκοβόστης.  

Shades magazine (2019): «Ο Μαρξ για την Κομμούνα του Παρισιού», https://theshadesmag.wordpress.com/2019/09/19/o-marx-kommouna-parisiou/ 

 

Comments

Popular posts from this blog

Η διττή ήττα ενός μέλλοντος, στην "Εφημερίδα των Συντακτών", 30.6.2023, σελ. 8.

  του Νίκου Νικολέτου Έχω την πεποίθηση ότι βρισκόμαστε ενώπιον μίας εποχής (epokhē) χωρίς ( sans ) εποχή, με την φιλοσοφική έννοια του όρου, κατά την οποία έχουμε χάσει το δρόμο της σκέψης και της ύπαρξης, ήτοι του προσανατολισμού σε έναν κόσμο κι ένα σύνολο. Ζού-με αγκαλιασμένοι με τον μηδενισμό και τον κυνισμό της εγωπαθούς αποβλεπτικότητας, δεν επιδιώκουμε τη μέριμνα του μέλλοντος, ενός μέλλοντος βιώσιμου και άξιου να βιωθεί κατά τρόπο ανθρώπινο. Η στάση μας του τώρα αποτελεί προϋπόθεση δυνατότητας, όπως έλεγε ο Kant , για το αύριο, το μέλλον. Αυτό εκλείπει, και γι’ αυτό η κριτική, ως εκείνη η ξεχασμένη κεφαλή του μαρξικού πάθους, είναι κάθε άλλο παρά αναγκαία. Ακόμα κι αν εκπίπτει σε φωνή βοώντος εν τη ερήμω. Η εκλογική νίκη μίας συντηρητικής αναδίπλωσης και εκτίναξης της φασίζουσας και θεματοποιούσας κάθε άλλου κοσμοαντίληψης στην Ελλάδα - και την Ευρώπη – είναι για εμάς, τους μη θεματοποιήσιμους και αντικειμενοποιήσιμους από τον ανορθόδοξο λόγο της συντήρησης, του μίσους και

"Το Πρόταγμα του Εκδημοκρατισμού της Τεχνολογικής Νεωτερικότητας και η Συμβολή του Andrew Feenberg".

  του Νίκου Νικολέτου, υποψήφιου Διδάκτορα Φιλοσοφίας Ο Andrew Feenberg , ανεπιφύλακτα, είναι ένας στοχαστής του καιρού μας. Έχοντας συνδέσει το έργο του με τη διαύγαση των προϋποθέσεων μίας αντι-βεμπεριανής, εναλλακτικής νεωτερικότητας, κατάφερε να απεμπλακεί από τις θεωρητικές και πολιτικές αδυνατότητες της «μεγάλης άρνησης» του δασκάλου του, Herbert Marcuse . Η σκέψη του Feenberg μπορεί να ιδωθεί ως μία αναστοχαστική επανεξέταση των προβλημάτων που έθεσε η ανθρωπιστική φιλοσοφία της τεχνολογίας του 20 ου αιώνα. Ιδιαίτερα, η ανθρωπιστική ή κλασσική φιλοσοφία της τεχνολογίας, όπως αυτή αρθρώθηκε στα έργα των Heidegger , Ellul , Marcuse , Illich , Mumford , μεταξύ άλλων, συνέλαβε την τεχνολογία ως μία αυτόνομη, εξωκοινωνική δύναμη, που οδηγεί με αδήριτο τρόπο, στο σιδερένιο κλουβί της απομάγευσης και της ορθολογικής κυριαρχίας του κόσμου. Αυτοί οι στοχαστές αναζήτησαν τις υπερβατολογικές προϋποθέσεις ανάδυσης της τεχνολογίας, καθώς και τους τρόπους αποκάλυψης της πραγματικότητας π